ξηραμπέλινος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξηραμπέλινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] τών αποξηραμένων φύλλων της αμπέλου, [[κόκκινος]], [[ερυθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπέλινος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ωμ</i>-[[αμπέλινος]])]. | |mltxt=[[ξηραμπέλινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] τών αποξηραμένων φύλλων της αμπέλου, [[κόκκινος]], [[ερυθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπέλινος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ωμ</i>-[[αμπέλινος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξηραμπέλῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει το [[χρώμα]] των μαραμένων αμπελόφυλλων, ανοιχτό κόκκινο, ερυθρό, σε Ιουβεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of the colour of withered vine-leaves, bright red, scarlet, [vestes] xerampelinae Juv.6.519 ; δίπλακες ξ. Lyd.Mag.1.17 ; χλαμύδες ξ. Suid. s.v. ἀτραβατικάς.
German (Pape)
[Seite 279] χιτών, von der Farbe des trocknen Weinlaubes, eine erst bei den Römern aufgekommene Art Purpur, vestes xerampelinae, Iuven. 6, 517, wo der Schol. erkl. medius inter coccum et muricem color.
Greek (Liddell-Scott)
ξηραμπέλῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, ἐρυθρός, vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, ἔνθα ὁ Σχολ. ὁρίζων τὸ χρῶμα λέγει ὅτι εἶναι μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la couleur d’une feuille de vigne desséchée, rouge vif.
Étymologie: ξηρός, ἄμπελος.
Greek Monolingual
ξηραμπέλινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα τών αποξηραμένων φύλλων της αμπέλου, κόκκινος, ερυθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ἀμπέλινος (πρβλ. ωμ-αμπέλινος)].
Greek Monotonic
ξηραμπέλῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει το χρώμα των μαραμένων αμπελόφυλλων, ανοιχτό κόκκινο, ερυθρό, σε Ιουβεν.