μυσάττομαι: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυσάττομαι]] (Α)<br />αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]], [[σιχαίνομαι]] [[αηδιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυσ</i>-<i>ακ</i>-<i>jομαι</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυσ</i>- του [[μύσος]] «[[μίασμα]], [[ακαθαρσία]]» με εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>ακ</i>. Ο [[χαρακτήρας]] -<i>κ</i>- του θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα του ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά σύμφωνα -<i>γ</i>- και -<i>χ</i>-: [[μύσαγμα]], [[μυσαχνός]] (<b>πρβλ.</b> <i>βδελύττομαι</i> - [[βδέλυγμα]] - [[βδελυχρός]])]. | |mltxt=[[μυσάττομαι]] (Α)<br />αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]], [[σιχαίνομαι]] [[αηδιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυσ</i>-<i>ακ</i>-<i>jομαι</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυσ</i>- του [[μύσος]] «[[μίασμα]], [[ακαθαρσία]]» με εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>ακ</i>. Ο [[χαρακτήρας]] -<i>κ</i>- του θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα του ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά σύμφωνα -<i>γ</i>- και -<i>χ</i>-: [[μύσαγμα]], [[μυσαχνός]] (<b>πρβλ.</b> <i>βδελύττομαι</i> - [[βδέλυγμα]] - [[βδελυχρός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῠσάττομαι:''' ([[μύσος]]), μέλ. <i>μυσαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυσάχθην</i>, αποθ.· [[αισθάνομαι]] αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A μυσαχθήσομαι Luc.DMeretr.11.3: aor. ἐμυσάχθην E.Med.1149, Luc.Somn.8: also aor. 1 part. Med. μυσαξάμενος Ph.2.301: (μύσος):—feel disgust at, loathe, c. acc., Hp.Morb.2.48, E.l.c., X.Cyr.1.3.5; ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.Prom.Es4.
German (Pape)
[Seite 222] dep. pass., Abscheu u. Ekel wie vor etwas Unreinem empfinden, übh. verabscheuen, VLL. erkl. δυσχεραίνειν, ἀποστρέφεσθαι; παίδων μυσαχθεῖσ' εἰσόδους, Eur. Med. 1149; Xen. Cyr. 1, 3, 5; τὴν ἀηδίαν μυσαχθείς, Luc. bis acc. 21; μυσαχθήσόμενος, D. Mer. 11, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μῠσάττομαι: μέλλ. μυσαχθήσομαι Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 11. 3· ἀόρ. ἐμυσάχθην Θεμίστ. 19, ὑποτ. μυσαχθῇς Λουκ. Ἐνύπν. 8, μετοχ. μυσαχθεὶς Εὐρ. Μήδ. 1149, Λουκ. Δὶς Κατ. 21: ἀποθ.: (μύσος). Βδελύττομαι, ἀποστρέφομαι, σικχαίνομαι, μετ’ αἰτιατ., Ἱππ. 477. 25, Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5· ἐπί τινι Λουκ. Προμ. 4. - Τὸ ἐνεργ. μυσάττω μόνον παρ’ Ἡσύχ., παρὰ δὲ Ἀκύλᾳ (Α΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 26) μυσάζω.
French (Bailly abrégé)
f. μυσαχθήσομαι, ao. ἐμυσάχθην, pf. inus.
éprouver de l’horreur ou de l’aversion : ἐπί τινι, pour qch ; τι, avoir qch en horreur.
Étymologie: μύσος.
Greek Monolingual
μυσάττομαι (Α)
αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σιχαίνομαι αηδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυσ-ακ-jομαι < θ. μυσ- του μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με εκφραστική παρέκταση -ακ. Ο χαρακτήρας -κ- του θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα του ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά σύμφωνα -γ- και -χ-: μύσαγμα, μυσαχνός (πρβλ. βδελύττομαι - βδέλυγμα - βδελυχρός)].
Greek Monotonic
μῠσάττομαι: (μύσος), μέλ. μυσαχθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμυσάχθην, αποθ.· αισθάνομαι αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι, με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.