ὀλιγοδρανία: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγοδρανία]], ἡ (Α) [[ολιγοδρανής]]<br />η [[ιδιότητα]] του ολιγοδρανούς, [[αδυναμία]], ασθενικότητα.
|mltxt=[[ὀλιγοδρανία]], ἡ (Α) [[ολιγοδρανής]]<br />η [[ιδιότητα]] του ολιγοδρανούς, [[αδυναμία]], ασθενικότητα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγοδρᾰνία:''' ἡ, [[αδυναμία]], [[εξασθένηση]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδρᾰνία Medium diacritics: ὀλιγοδρανία Low diacritics: ολιγοδρανία Capitals: ΟΛΙΓΟΔΡΑΝΙΑ
Transliteration A: oligodranía Transliteration B: oligodrania Transliteration C: oligodrania Beta Code: o)ligodrani/a

English (LSJ)

ἡ,

   A weakness, feebleness, A.Pr.548 (anap.).

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, Unvermögen, Ohnmacht, ἄκικυς, Aesch. Pers. 547.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Αἰσχύλ. Πρ. 548.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faiblesse, épuisement.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.

Greek Monolingual

ὀλιγοδρανία, ἡ (Α) ολιγοδρανής
η ιδιότητα του ολιγοδρανούς, αδυναμία, ασθενικότητα.

Greek Monotonic

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, σε Αισχύλ.