ὁρμαθός: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὁρμαθός]])<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε [[νήμα]], [[σύρμα]] ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «[[ορμαθός]] κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ [[ἀλλήλων]] ἤρτηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωρός]], [[πλήθος]] (α. «[[ορμαθός]] επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς χορευτῶν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αθος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάλαθος]], [[κύαθος]])]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὁρμαθός]])<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε [[νήμα]], [[σύρμα]] ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «[[ορμαθός]] κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ [[ἀλλήλων]] ἤρτηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωρός]], [[πλήθος]] (α. «[[ορμαθός]] επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς χορευτῶν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αθος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάλαθος]], [[κύαθος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁρμᾰθός:''' ὁ ([[ὅρμος]]), [[σειρά]], [[αλυσίδα]] ή [[άθροισμα]] πραγμάτων που κρέμονται το ένα από το [[άλλο]], όπως λέγεται και για νυχτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>ὁρμαθὸς κριβανιτῶν</i>, <i>ἰσχάδων</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (ὅρμος)
A string, chain, or cluster of things hanging one from the other, as of beads or the links of a chain, Pl.Ion533e; of bats, Od.24.8; νεοττιῶν Arist.HA559a8; κριβανωτῶν, ἰσχάδων, Ar.Pl.765, Lys.647 ; μελῶν Id.Ra.914 ; ἁμαξῶν X.Cyr.6.3.2 ; ἐνθουσιαζόντων, χορευτῶν, Pl.Ion533e, 536a ; γραμματιδίων Thphr.Char.6.8 ; perh. of a chain of reasoning, Polystr.p.9 W., cf. Phld.Rh.1.186 S., Gal.4.698; ἐρώτων Anacreont.13.11. II ὁ. ψάμμου a revolving sand-eddy, Arist.de An.419b24.
German (Pape)
[Seite 380] ὁ (ὅρμος), Reihe, Kette, mehrere zusammenhangende Dinge; Od. 24, 8, von einer Schaar an einander hangender Fledermäuse (die Schreibung ὀρμαθός widerlegt Spohn de extr. Odyss. parte p. 162); ἰσχάδων, Ar. Lys. 647, wie κριβανωτῶν, Plut. 765; auch μελῶν, Ran. 912; vgl. Plat. Ion 533 e, ὥςτ' ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται; – ὁρμαθοὺς ἁμαξῶν ποιεῖσθαι, eine lange Reihe bilden, Xen. Cyr. 6, 3, 2; Sp., Ἐρώτων, Anacr. 13, 11. – Hesych. erkl. auch φωλεός.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμᾰθός: ὁ, (ὅρμος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιά», Πλάτ. Ἴων 533Ε, οὕτως ἐπὶ νυκτερίδων, Ὀδ. Ω. 8, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6· οὕτως, ὁρμ. κριβανωτῶν, ἰσχάδων Ἀριστοφ. Πλ. 765, Λυσ. 647· μελῶν ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 914· ἁμαξῶν Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2· ἐνθουσιαζόντων Πλάτ. Ἴων 536Α· γραμματιδίων Θεοφρ. Χαρακτ. 6· κακῶν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
file, rangée, série de choses attachées ensemble.
Étymologie: ὁρμός.
English (Autenrieth)
(ὅρμος): chain, cluster of bats hanging together, Od. 24.8†.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁρμαθός)
1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.)
2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς χορευτῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρμος (Ι) + επίθημα -αθος (πρβλ. κάλαθος, κύαθος)].
Greek Monotonic
ὁρμᾰθός: ὁ (ὅρμος), σειρά, αλυσίδα ή άθροισμα πραγμάτων που κρέμονται το ένα από το άλλο, όπως λέγεται και για νυχτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ὁρμαθὸς κριβανιτῶν, ἰσχάδων, σε Αριστοφ.