ὁπλοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁπλοθήκη]])<br />[[χώρος]] ειδικά διαμορφωμένος για την [[τοποθέτηση]] και τη [[φύλαξη]] τών όπλων, [[οπλοστάσιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προθήκη]] στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας<br /><b>2.</b> [[θήκη]] όπλου, [[ιδίως]] κυνηγετικού, [[μέσα]] στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />[[θήκη]] όπλου, [[ιδίως]] ασπίδας.
|mltxt=η (Α [[ὁπλοθήκη]])<br />[[χώρος]] ειδικά διαμορφωμένος για την [[τοποθέτηση]] και τη [[φύλαξη]] τών όπλων, [[οπλοστάσιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προθήκη]] στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας<br /><b>2.</b> [[θήκη]] όπλου, [[ιδίως]] κυνηγετικού, [[μέσα]] στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />[[θήκη]] όπλου, [[ιδίως]] ασπίδας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλοθήκη:''' ἡ, [[οπλοστάσιο]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλοθήκη Medium diacritics: ὁπλοθήκη Low diacritics: οπλοθήκη Capitals: ΟΠΛΟΘΗΚΗ
Transliteration A: hoplothḗkē Transliteration B: hoplothēkē Transliteration C: oplothiki Beta Code: o(ploqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A armoury, SIG253T9 (Delph., iv B. C.), LXX 2 Ch.32.27, D.S.17.79, Str.4.1.5, J.BJ2.4.1 (pl.), Plu.2.159e (pl.), Sull.14, Ael.VH6.12.    2 shield-case. OGI339.80 (Sestos, ii B. C., pl.).

German (Pape)

[Seite 359] ἡ, ein Ort, wo Waffen hingelegt und aufbewahrt werden; Plut. Sull. 14, oft; Ael. V. H. 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοθήκη: ἡ, ὁπλοστάσιον, Πλούτ. 2. 159Ε, Σύλλ. 14, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt d’armes, arsenal.
Étymologie: ὅπλον, θήκη.

Greek Monolingual

η (Α ὁπλοθήκη)
χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την τοποθέτηση και τη φύλαξη τών όπλων, οπλοστάσιο
νεοελλ.
1. προθήκη στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας
2. θήκη όπλου, ιδίως κυνηγετικού, μέσα στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια
αρχ.
θήκη όπλου, ιδίως ασπίδας.

Greek Monotonic

ὁπλοθήκη: ἡ, οπλοστάσιο, σε Πλούτ.