οὐρανίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ουρανίσκος]]) [[ουρανός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ουρανός]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το άνω [[τοίχωμα]] της κοιλότητας του στόματος, η [[υπερώα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διαμαρτία]] ουρανίσκου»<br /><b>ιατρ.</b> το [[λυκόστομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θολωτή [[οροφή]] δωματίου ή θρόνου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Οὐρανίσκος</i><br />[[αστερισμός]] στο νότιο [[ημισφαίριο]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ουρανίσκος]]) [[ουρανός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ουρανός]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το άνω [[τοίχωμα]] της κοιλότητας του στόματος, η [[υπερώα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διαμαρτία]] ουρανίσκου»<br /><b>ιατρ.</b> το [[λυκόστομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θολωτή [[οροφή]] δωματίου ή θρόνου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Οὐρανίσκος</i><br />[[αστερισμός]] στο νότιο [[ημισφαίριο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐρᾰνίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[οὐρανός]]· απ' όπου, [[θόλος]] δωματίου ή σκηνής, [[στέγαστρο]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρανίσκος Medium diacritics: οὐρανίσκος Low diacritics: ουρανίσκος Capitals: ΟΥΡΑΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: ouranískos Transliteration B: ouraniskos Transliteration C: ouraniskos Beta Code: ou)rani/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of οὐρανός,

   A a little heaven or sky: hence,    I vaulted ceiling, esp. top of a tent, canopy, Callix.2, Phylarch.41 J., Plu.Alex.37, Phoc.33.    II roof of the mouth, Sor.2.62, Gal.UP11.10, Ath.7.315d, v.l. in Arist.Pr. 963a2.    III a constellation of the southern hemisphere, Corona Australis, Sch.Arat.400.

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, dim. von οὐρανός, 1) kleiner Himmel, von der gewölbten Decke eines Zimmers, besonders Zeltdach, Zelthimmel, Plut. Phoc. 33 Alex. 37; vgl. Ath. V, 196. – 2) der Gaumen, αἱ γνάθοι καὶ οὐρανίσκοι, Ath. VII, 315 d u. Sp. – 3) auch ein Sternbild, die südliche Krone, Proci.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ οὐρανός, μικρὸς οὐρανὸς ἢ στερέωμα˙ ὅθεν, Ι. ἡ θολοειδὴς ὀροφὴ δωματίου, μάλιστα σκηνῆς, Φύλαρχ. 41, Πλουτ. Ἀλέξ. 37, Φωκ. 33. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἡ ὀροφὴ τοῦ στόματος, τὸ ἄνω στέγασμα τῆς κοιλότητος αὐτοῦ, Ἀθήν. 315D ἴδε οὐρανὸς ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ἀστερισμός τις ἐν τῷ νοτίῳ ἡμισφαιρίῳ, Corona Australis, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 397.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciel de lit, baldaquin.
Étymologie: οὐρανός.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ουρανίσκος) ουρανός
1. υποκορ. του ουρανός
2. ανατ. το άνω τοίχωμα της κοιλότητας του στόματος, η υπερώα
νεοελλ.
φρ. «διαμαρτία ουρανίσκου»
ιατρ. το λυκόστομα
αρχ.
1. θολωτή οροφή δωματίου ή θρόνου
2. ως κύριο όν. Οὐρανίσκος
αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο.

Greek Monotonic

οὐρᾰνίσκος: ὁ, υποκορ. του οὐρανός· απ' όπου, θόλος δωματίου ή σκηνής, στέγαστρο, σε Πλούτ.