παλαιόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλαιόφρων]], -ονος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν [[γέρος]], που [[είναι]] [[σώφρων]], [[μυαλωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παλαιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[παλαιόφρων]], -ονος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν [[γέρος]], που [[είναι]] [[σώφρων]], [[μυαλωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παλαιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[παλιός]] στη [[σκέψη]], αυτός που έχει αποκτήσει [[σοφία]] λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιόφρων Medium diacritics: παλαιόφρων Low diacritics: παλαιόφρων Capitals: ΠΑΛΑΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: palaióphrōn Transliteration B: palaiophrōn Transliteration C: palaiofron Beta Code: palaio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A with the wisdom of age, A.Eu.838, Supp.593 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 445] altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας γέροντος, φρόνιμος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 838, Ἱκέτ. 593.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
dont l’esprit n’est pas novice, expert, expérimenté.
Étymologie: παλαιός, φρήν.

Greek Monolingual

παλαιόφρων, -ονος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), παλιός στη σκέψη, αυτός που έχει αποκτήσει σοφία λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.