παιδολέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιδολέτωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />ο [[φονιάς]] τών παιδιών του, [[παιδοκτόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ολέτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πατρ</i>-<i>ολέτωρ</i>].
|mltxt=[[παιδολέτωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />ο [[φονιάς]] τών παιδιών του, [[παιδοκτόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ολέτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πατρ</i>-<i>ολέτωρ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδολέτωρ:''' -ορος, κλητ. <i>-ορ</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, = το προηγ., σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδολέτωρ Medium diacritics: παιδολέτωρ Low diacritics: παιδολέτωρ Capitals: ΠΑΙΔΟΛΕΤΩΡ
Transliteration A: paidolétōr Transliteration B: paidoletōr Transliteration C: paidoletor Beta Code: paidole/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A child-murdering, Ἔρις A.Th.726 (lyr.), cf. E.Med.1393 (anap.); ἀηδονίς Id.Rh.550(lyr.).

German (Pape)

[Seite 441] ορος, ὁ u. ἡ, = παιδολετήρ; ἔρις, Aesch. Spt. 708; ἀηδονίς, Eur. Rhes. 549, vgl. Med. 1393.

Greek (Liddell-Scott)

παιδολέτωρ: -ορος, παιδοφόνος, Αἰσχύλ. Θήβ. 726, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1393· ἀηδονὶς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 550· - οὕτω παιδολετήρ, ῆρος, ὁ, Σουΐδ.· - θηλ. παιδολέτειρα, ἡ τὰ ἑαυτῆς τέκνα φονεύσασα, Εὐρ. Μήδ. 849, Ἀνθ. Πλαν. 138· ὡσαύτως παιδολέτις, ιδος, ἡ, Ἀνθ. Π. 3. 3. καὶ παιδολέτρια (Schm. παιδολέτειρα) Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui tue des enfants ou ses enfants.
Étymologie: παῖς, ὄλλυμι.

Greek Monolingual

παιδολέτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
ο φονιάς τών παιδιών του, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ολέτωρ (< ὄλλυμι «φονεύω»), πρβλ. πατρ-ολέτωρ].

Greek Monotonic

παιδολέτωρ: -ορος, κλητ. -ορ, , , = το προηγ., σε Αισχύλ., Ευρ.