παράφραγμα: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ [[παραφράσσω]]<br /><b>1.</b> [[φράγμα]], [[περίφραγμα]] [[κοντά]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]], περιφραγμένος [[τόπος]], [[οχύρωμα]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) πλευρικό [[διάφραγμα]] [[κατά]] [[μήκος]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραπέτασμα]], [[προφυλακτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> όριο [[φραγμός]], [[εμπόδιο]]. | |mltxt=το, ΝΑ [[παραφράσσω]]<br /><b>1.</b> [[φράγμα]], [[περίφραγμα]] [[κοντά]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]], περιφραγμένος [[τόπος]], [[οχύρωμα]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) πλευρικό [[διάφραγμα]] [[κατά]] [[μήκος]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραπέτασμα]], [[προφυλακτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> όριο [[φραγμός]], [[εμπόδιο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράφραγμα:''' τό, [[πρόχωμα]] στην [[κορυφή]] ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε [[πλοίο]], τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό [[παραπέτασμα]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A breastwork on the top of a wall or mound, mostly in pl., Th.4.115 ; of a ship, bulwarks, Id.7.25 ; screen or curtain, Pl.R.514b ; τὰ τοῦ βουλευτηρίου π. App.BC2.118. 2 metaph. in sg., barrior, π. καὶ ἐμπόδιον Dam.Pr.400.
German (Pape)
[Seite 507] τό, ein durch einen Zaun, ein Gehäge eingeschlossener Ort, Einfriedigung, Schutzwehr, Thuc. 4, 115; Verschlag, Plat. Rep. VII, 514 b; τοῦ βουλευτηρίου, App. B. C. 2, 118.
Greek (Liddell-Scott)
παράφραγμα: τό, φραγμὸς παρὰ ἢ περί τι, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πλυθ., Θουκ. 4. 115· ἐν πλοίῳ, τὰ περιφράγματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 25· χαμηλὸν διάφραγμα ἢ παραπέτασμα, Πλάτ. Πολ. 514Β· τά του βουλευτηρίου π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 118.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
palissade, barrière placée au long.
Étymologie: παραφράσσω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παραφράσσω
1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα
2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος του πλοίου
αρχ.
1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας
2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο.
Greek Monotonic
παράφραγμα: τό, πρόχωμα στην κορυφή ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε πλοίο, τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό παραπέτασμα, σε Πλάτ.