παραφυλακή: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ασφαλής]] [[φρούρηση]], η [[διαφύλαξη]]<br /><b>2.</b> η άγρυπνη [[προσοχή]]<br /><b>3.</b> [[φρουρά]], φύλακες<br /><b>4.</b> το [[έργο]] και η [[υπηρεσία]] της αστυνομίας ή της φρουράς<br /><b>5.</b> [[βάρδια]], [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο εκτελείται η [[φρούρηση]]<br /><b>6.</b> [[παρατήρηση]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ασφαλής]] [[φρούρηση]], η [[διαφύλαξη]]<br /><b>2.</b> η άγρυπνη [[προσοχή]]<br /><b>3.</b> [[φρουρά]], φύλακες<br /><b>4.</b> το [[έργο]] και η [[υπηρεσία]] της αστυνομίας ή της φρουράς<br /><b>5.</b> [[βάρδια]], [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο εκτελείται η [[φρούρηση]]<br /><b>6.</b> [[παρατήρηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραφῠλᾰκή:''' ἡ, [[φρουρά]], [[φύλαξη]], [[φυλακή]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφῠλᾰκή Medium diacritics: παραφυλακή Low diacritics: παραφυλακή Capitals: ΠΑΡΑΦΥΛΑΚΗ
Transliteration A: paraphylakḗ Transliteration B: paraphylakē Transliteration C: parafylaki Beta Code: parafulakh/

English (LSJ)

ἡ, guard, garrison, Plb.2.58.1,4.17.9 ; πόλεως, etc., POxy.1033.7 (iv A.D.), etc.    II keeping securely, safeguarding, ἡ τῶν χρημάτων π. D.S.17.71, cf. Peripl.M.Rubr.19, POxy.2121.75 (iii A.D.) ; watchfulness, ἐν λόγοις καὶ ἔργοις Hierocl.in CA10p.436M.    b police- or garrison-duty, Not.Arch.4.20 (Cyrene, Aug.).    2 observation, καιρῶν Hp.Ep.16.

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, Wache dabei, D. Sic. 17, 71; Besatzung, Pol. 2, 58, 1; – Beobachtung dabei, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραφῠλᾰκή: ἡ, φυλακή, φρουρά, Πολύβ. 2. 58, 1., 4. 17, 9. ΙΙ. τὸ φυλάττειν ἀσφαλῶς, φρούρησις, ἡ τῶν χρημάτων π. Διόδ. 17. 71, κτλ. 2) παρατήρησις, καιρῶν Ἱππ. 1278. 54.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de veiller auprès ou sur ; garde, troupe de garde;
2 action d’observer.
Étymologie: παραφυλάσσω.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
1. η ασφαλής φρούρηση, η διαφύλαξη
2. η άγρυπνη προσοχή
3. φρουρά, φύλακες
4. το έργο και η υπηρεσία της αστυνομίας ή της φρουράς
5. βάρδια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτελείται η φρούρηση
6. παρατήρηση.

Greek Monotonic

παραφῠλᾰκή: ἡ, φρουρά, φύλαξη, φυλακή, σε Πολύβ.