Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικαθάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αναρτώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[κρεμώ]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς»<br /><b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>3.</b> [[εγκλείω]]<br /><b>4.</b> [[περικλείω]], [[περιβάλλω]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>περικαθάπτομαι</i><br />α) [[προσδένω]] [[κάτι]] στο [[σώμα]] μου<br />β) [[φορώ]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθάπτω]] «[[θέτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[κρεμώ]], [[περιβάλλω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αναρτώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[κρεμώ]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς»<br /><b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>3.</b> [[εγκλείω]]<br /><b>4.</b> [[περικλείω]], [[περιβάλλω]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>περικαθάπτομαι</i><br />α) [[προσδένω]] [[κάτι]] στο [[σώμα]] μου<br />β) [[φορώ]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθάπτω]] «[[θέτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[κρεμώ]], [[περιβάλλω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περικαθάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[προσδένω]] ή [[κρεμώ]] [[ολόγυρα]], [[ἀγγεῖον]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαθάπτω Medium diacritics: περικαθάπτω Low diacritics: περικαθάπτω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΑΠΤΩ
Transliteration A: perikatháptō Transliteration B: perikathaptō Transliteration C: perikathapto Beta Code: perikaqa/ptw

English (LSJ)

   A fasten or put on, τῷ ἀγκίστρῳ ἰχθῦς Plu.Ant.29 :— Med., fasten on oneself, put on, νεβρίδας Id.2.364e.    2 = περικαταστρέφω, ἀγγεῖον Str.16.4.6 ; ἄμβικα Dsc.5.95 ; τρύβλιον τῷ ἀλγοῦντι μέρει Id.Eup.2.45 ; enclose, πυξίδα πυξίδι Ps.-Callisth.3.31.    3 intr. c. dat., grasp, enclose, ἀκτῖνες οἷον χειρῶν ἐπαφαῖς π. τοῖς ἐκτὸς σώμασι Placit.4.13.9, Gal.Phil.Hist.94.

German (Pape)

[Seite 578] rings herum od. darüber anknüpfen, ἀγκίστρῳ ἰχθῦς, Plut. Art. 29. – Med. sich anziehen, νεβρίδας, Plut. Is. et Osir. 35.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθάπτω: προσδένω ἢ ἀναρτῶ πέριξ, περικαθάψαντες ἀγγεῖον Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω ἐπάνω μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε.

French (Bailly abrégé)

attacher autour : τινί τι attacher une chose à une autre;
Moy. περικαθάπτομαι attacher ou ajuster sur soi, acc..
Étymologie: περί, καθάπτω.

Greek Monolingual

Α
1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς»
Πλούτ.)
2. αναποδογυρίζω
3. εγκλείω
4. περικλείω, περιβάλλω
5. μέσ. περικαθάπτομαι
α) προσδένω κάτι στο σώμα μου
β) φορώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καθάπτω «θέτω πάνω σε κάτι, κρεμώ, περιβάλλω»].

Greek Monotonic

περικαθάπτω: μέλ. -ψω, προσδένω ή κρεμώ ολόγυρα, ἀγγεῖον, σε Πλούτ.