πορφυροειδής: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει [[πορφύρα]]<br />(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πορφυροειδὴς ἅλς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πορφυροειδής]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ιστός]] εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται [[μέσα]] σε μικροκρυσταλλική κύρια [[μάζα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πορφυροειδῶς</i> Α<br />με [[χρώμα]] που μοιάζει με πορφυρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει [[πορφύρα]]<br />(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πορφυροειδὴς ἅλς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πορφυροειδής]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ιστός]] εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται [[μέσα]] σε μικροκρυσταλλική κύρια [[μάζα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πορφυροειδῶς</i> Α<br />με [[χρώμα]] που μοιάζει με πορφυρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πορφῠροειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πορφύρα]], [[πορφυρός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A purply, λίμνα A.Supp.529 (lyr.); ἅλς E.Tr.124 (lyr.), cf. Arist. Col.792a17. Adv. -δῶς Dsc.1.73.
German (Pape)
[Seite 686] ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, λίμνη Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. πορφύρεος.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠροειδής: -ές, ὅμοιος πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, λίμνη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε πορφύρω. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à la pourpre.
Étymologie: πορφύρα, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει χρώμα το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει πορφύρα
(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», Αισχύλ.
β. «πορφυροειδὴς ἅλς», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. «πορφυροειδής ιστός»
(πετρογρ.) ιστός εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται μέσα σε μικροκρυσταλλική κύρια μάζα.
επίρρ...
πορφυροειδῶς Α
με χρώμα που μοιάζει με πορφυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ειδής].
Greek Monotonic
πορφῠροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με πορφύρα, πορφυρός, σε Ευρ.