πολύδικος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[φιλόδικος]] («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους [[εἶναι]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>δικος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δικος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />[[φιλόδικος]] («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους [[εἶναι]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>δικος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δικος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύδῐκος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, [[φιλόδικος]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδῐκος Medium diacritics: πολύδικος Low diacritics: πολύδικος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: polýdikos Transliteration B: polydikos Transliteration C: polydikos Beta Code: polu/dikos

English (LSJ)

ον,

   A litigious, Str.15.1.53, Vett.Val.15.17.

German (Pape)

[Seite 662] von oder mit vielen Rechtshändeln, streitsüchtig, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδῐκος: -ον, ὁ φιλῶν τὰς δίκας, Στράβ. 709.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est toujours en procès, processif.
Étymologie: πολύς, δίκη.

Greek Monolingual

-ον, Α
φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. μισό-δικος, φιλό-δικος].

Greek Monotonic

πολύδῐκος: -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, φιλόδικος, σε Στράβ.