προκατακαίω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[προχωρώ]] και [[κατακαίω]] [[καθετί]] που θα συναντήσω [[μπροστά]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακαίω]] «[[καίω]] ολοκληρωτικά»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[προχωρώ]] και [[κατακαίω]] [[καθετί]] που θα συναντήσω [[μπροστά]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακαίω]] «[[καίω]] ολοκληρωτικά»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκατακαίω:''' μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] τα πάντα από [[πριν]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατακαίω Medium diacritics: προκατακαίω Low diacritics: προκατακαίω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΑΙΩ
Transliteration A: prokatakaíō Transliteration B: prokatakaiō Transliteration C: prokatakaio Beta Code: prokatakai/w

English (LSJ)

   A burn before, D.C.60.34; of soldiers, burn all before them, X.An.1.6.2.

German (Pape)

[Seite 728] (s. καίω), vorher verbrennen, D. Cass. 60, 34; vorausgehen und verbrennen, Xen. An. 1, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακαίω: κατακαίω πρότερον, Δίων Κ. 60. 34· ἐπὶ στρατιωτῶν, κατακαίω πᾶν ὅ,τι συναντήσω ἐνώπιόν μου, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

f. προκατακαύσω, ao. προκατέκηα;
brûler (tout) avant (l’arrivée de l’armée).
Étymologie: πρό, κατακαίω.

Greek Monolingual

Α
1. κατακαίω εκ τών προτέρων
2. (για στρατιώτες) προχωρώ και κατακαίω καθετί που θα συναντήσω μπροστά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακαίω «καίω ολοκληρωτικά»].

Greek Monotonic

προκατακαίω: μέλ. -καύσω, καίω τα πάντα από πριν, σε Ξεν.