προσεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[προσοχή]], [[εμπεριστατωμένος]], [[ακριβής]] (α. «προσεκτική και επιμελημένη [[εργασία]]» β. «προσεκτικά πορίσματα»)<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]] (α. «η [[στάση]] του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι [[προσεκτικός]] στο [[ξένο]] [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να συγκρατεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προσεκτικώτεροι<br />νηφαλιώτεροι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσεκτικώς</i> / <i>προσεκτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προσεκτικά</i> και <i>προσεχτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσεκτικό, με [[προσοχή]], με [[σύνεση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[προσοχή]], [[εμπεριστατωμένος]], [[ακριβής]] (α. «προσεκτική και επιμελημένη [[εργασία]]» β. «προσεκτικά πορίσματα»)<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]] (α. «η [[στάση]] του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι [[προσεκτικός]] στο [[ξένο]] [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να συγκρατεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προσεκτικώτεροι<br />νηφαλιώτεροι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσεκτικώς</i> / <i>προσεκτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προσεκτικά</i> και <i>προσεχτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσεκτικό, με [[προσοχή]], με [[σύνεση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεκτικός:''' -ή, -όν ([[προσέχω]]), [[προσεκτικός]], [[επιμελής]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκτικός Medium diacritics: προσεκτικός Low diacritics: προσεκτικός Capitals: ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosektikós Transliteration B: prosektikos Transliteration C: prosektikos Beta Code: prosektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (προσέχω)

   A attentive, X.Mem.3.5.5 (Comp.); ἀκροατής Arist.Rh.1415a36, Ps.-Plu.Vit.Hom.163 (Comp.). Adv. -κῶς assiduously, attentively, Phld.Rh.1.250S., Gal.4.445: Comp. -ώτερον more cautiously, Sor.1.55.    II capable of holding the attention of a listener, λόγος Hermog.Inv.3.2.

German (Pape)

[Seite 758] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκτικός: -ή, -όν, (προσέχω) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attentif : τινι à qch;
Cp. προσεκτικώτερος.
Étymologie: προσέχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσεχτικός, -ή, -ό, Ν προσέχω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με προσοχή, εμπεριστατωμένος, ακριβής (α. «προσεκτική και επιμελημένη εργασία» β. «προσεκτικά πορίσματα»)
2. συνετός, φρόνιμος (α. «η στάση του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι προσεκτικός στο ξένο σπίτι»)
αρχ.
1. (για λόγο) αυτός που έχει την ικανότητα να συγκρατεί την προσοχή του ακροατή
2. (κατά τον Ησύχ.) «προσεκτικώτεροι
νηφαλιώτεροι».
επίρρ...
προσεκτικώς / προσεκτικῶς ΝΑ, και προσεκτικά και προσεχτικά Ν
κατά τρόπο προσεκτικό, με προσοχή, με σύνεση.

Greek Monotonic

προσεκτικός: -ή, -όν (προσέχω), προσεκτικός, επιμελής, σε Ξεν.