προτεύχω: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(35) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προτεύχομαι</i><br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[έρχομαι]] στο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προτεύχομαι</i><br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[έρχομαι]] στο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προτεύχω:''' κάνω [[κάτι]] εκ των προτέρων — Παθ., απαρ. παρακ. [[προτετύχθαι]], έχω συμβεί από [[πριν]], [[γίνομαι]] [[προτού]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
in pf. inf. Pass. προτετύχθαι,
A to have happened beforehand, to be past, τὰ μὲν π. ἐάσομεν Il.16.60, 18.112. II to be brought to light, πρὸ γάρ τ' ἀναφανδὰ τέτυκται A.R.4.84.
German (Pape)
[Seite 792] (s. τεύχω), vorher verfertigen; Hom. perf. pass., ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν, Il. 16, 60. 18, 112. 19, 65.
Greek (Liddell-Scott)
προτεύχω: κάμνω ἐκ τῶν προτέρων, Τζέτζ. πρὸ Ὁμ.380. - παθ. πρκμ. ἀπαρ. προτετύχθαι, προγεγονέναι, Ἰλ. 60, Σ. 112, Τ. 65.
French (Bailly abrégé)
faire ou fabriquer auparavant ; à l’inf. pf. Pass. προτετύχθαι IL être fait avant.
Étymologie: πρό, τεύχω.
English (Autenrieth)
pass. perf. inf. προτετύχθαι: perf. pass., be past and done, let ‘by-gones by by-gones.’ (Il.)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. κάνω κάτι εκ τών προτέρων
2. παθ. προτεύχομαι
(ποιητ. τ.) έρχομαι στο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τεύχω «κατασκευάζω»].
Greek Monotonic
προτεύχω: κάνω κάτι εκ των προτέρων — Παθ., απαρ. παρακ. προτετύχθαι, έχω συμβεί από πριν, γίνομαι προτού, σε Ομήρ. Ιλ.