Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προστατικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προστατικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό [[υγρό]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[προστατικός]]<br />αυτός που πάσχει από νόσο του προστάτη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστατική [[μοίρα]] ουρήθρας» — το αρχικό [[τμήμα]] της ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει [[τύραννος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να παράσχει [[προστασία]] («προστατικὸς καὶ [[βοηθητικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστατικόν</i><br />α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό<br />β) <b>συνεκδ.</b> μεγαλοπρεπές ύφος<br />γ) [[υποχρέωση]], [[απαίτηση]] που περιλαμβάνεται σε [[συμβόλαιο]] μίσθωσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prostatic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>prostate</i> <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προστατικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό [[υγρό]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[προστατικός]]<br />αυτός που πάσχει από νόσο του προστάτη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστατική [[μοίρα]] ουρήθρας» — το αρχικό [[τμήμα]] της ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει [[τύραννος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να παράσχει [[προστασία]] («προστατικὸς καὶ [[βοηθητικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστατικόν</i><br />α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό<br />β) <b>συνεκδ.</b> μεγαλοπρεπές ύφος<br />γ) [[υποχρέωση]], [[απαίτηση]] που περιλαμβάνεται σε [[συμβόλαιο]] μίσθωσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prostatic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>prostate</i> <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προστᾰτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον <i>προστάτη</i> ([[σημασία]] II), σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινωνική [[τάξη]] ή σε [[τιμή]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰτικός Medium diacritics: προστατικός Low diacritics: προστατικός Capitals: ΠΡΟΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prostatikós Transliteration B: prostatikos Transliteration C: prostatikos Beta Code: prostatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a προστάτης 11.1, ἐκ π. ῥίζης ἐκβλαστάνει [τύραννος] Pl.R. 565d.    2 magnificent, τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ π. Plb.6.33.9, al. Adv. -κῶς, σεμνῶς καὶ π. Id.5.88.4.    3 ready to champion or protect, π. καὶ βοηθητικός Plu.Thes.36.    4 -κόν, τό, name of a charge included in a lease, POxy.590 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 782] ή, όν, zum Vorsteher gehörig, Plat. Rep. VIII, 565 d u. Folgde; ἐπισημασία εὐνοϊκὴ καὶ προστατική, des Wohlwollens und der Ehre, Pol. 6, 6, 8; τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ προστατικόν, 6, 33, 9; u. so auch σεμνῶς καὶ προστατικῶς, 5, 88, 4; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le président, le chef, le patron.
Étymologie: προστάτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προστατικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός
αυτός που πάσχει από νόσο του προστάτη
3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» — το αρχικό τμήμα της ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει τύραννος», Πλάτ.)
2. αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να παράσχει προστασία («προστατικὸς καὶ βοηθητικός», Πλούτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστατικόν
α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό
β) συνεκδ. μεγαλοπρεπές ύφος
γ) υποχρέωση, απαίτηση που περιλαμβάνεται σε συμβόλαιο μίσθωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προστάτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. prostatic < prostate < προστάτης].

Greek Monotonic

προστᾰτικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον προστάτη (σημασία II), σε Πλάτ.
2. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινωνική τάξη ή σε τιμή, σε Πολύβ.