πυρίδαπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταναλώθηκε από τη [[φωτιά]] («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> πυρι (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δαπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>Ηφαιστό</i>-<i>δαπτος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταναλώθηκε από τη [[φωτιά]] («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> πυρι (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δαπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>Ηφαιστό</i>-<i>δαπτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῠρίδαπτος:''' -ον ([[δάπτω]]), αυτός που καταστρέφεται από τη [[φωτιά]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (δάπτω)
A devoured by fire, A.Eu.1041 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 822] vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίδαπτος: -ον, (δάπτω) ὁ ὑπὸ τοῦ πυρὸς καταναλωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
consumé par le feu.
Étymologie: πῦρ, δάπτω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + -δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστό-δαπτος].
Greek Monotonic
πῠρίδαπτος: -ον (δάπτω), αυτός που καταστρέφεται από τη φωτιά, σε Αισχύλ.