συγκομιδή: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [[συγκομίζω]]<br />[[συλλογή]] και [[μεταφορά]] γεωργικού προϊόντος από τον [[τόπο]] καλλιέργειας στον [[τόπο]] επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών καρπών που συγκομίζονται<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[είδος]] συσσώρευσης («[[συγκομιδή]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[συσσώρευση]] στον ίδιο [[τόπο]] («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ [[ἄστυ]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συγκομιδὴ ἱστορίας» — [[συγγραφή]], [[συρραφή]] ιστορίας [[μετά]] από [[συγκέντρωση]] στοιχείων.
|mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [[συγκομίζω]]<br />[[συλλογή]] και [[μεταφορά]] γεωργικού προϊόντος από τον [[τόπο]] καλλιέργειας στον [[τόπο]] επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών καρπών που συγκομίζονται<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[είδος]] συσσώρευσης («[[συγκομιδή]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[συσσώρευση]] στον ίδιο [[τόπο]] («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ [[ἄστυ]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συγκομιδὴ ἱστορίας» — [[συγγραφή]], [[συρραφή]] ιστορίας [[μετά]] από [[συγκέντρωση]] στοιχείων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκομῐδή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μάζεμα]], [[συλλογή]] καρπών, σοδειάς, [[θερισμός]], [[τρύγος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], το να έχει μαζευτεί, συγκεντρωθεί, συσσωρευθεί [[κάτι]] σε κάποιον [[τόπο]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκομῐδή Medium diacritics: συγκομιδή Low diacritics: συγκομιδή Capitals: ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: synkomidḗ Transliteration B: synkomidē Transliteration C: sygkomidi Beta Code: sugkomidh/

English (LSJ)

ἡ, of harvest,

   A gathering in, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν Th.3.15; σ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Pl.Tht.149e, etc.; τῶν ὡραίων Id.Lg.845e; σίτου X.HG7.5.14: abs., ingathering, harvest, PCair. Zen.225.9 (iii B.C.), IG22.1100.28 (ii A.D.), PFlor.175.25 (iii A.D.), etc.: cf. συγκομίζω 1.2.    2 in pass. sense, being gathered together, crowding, ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Th.2.52.    3 σ. ἱστορίας compiling of history, Hdn.1.1.1.

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, das Zusammentragen, -bringen, bes. das Einerndten, Thuc. 2, 52. 3, 15; τῶν ὡραίων, Plat. Legg. VIII, 845 e; Theaet. 149 e; σίτου, Xen. Hell. 7, 5, 14; Sp., wie Pol. 13, 100, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συγκομῐδή: ἡ, τὸ συγκομίζειν τοὺς καρποὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰς ἀποθήκας, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ εἶναι, εἶμαι ἠσχολημένος εἰς τὴν συγκομιδήν, Θουκ. 3. 15· ξ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε, κτλ.· τῶν ὡραίων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 845Ε· σίτου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14· ἀπολ., θερισμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 355, 12· πρβλ. συγκομίζω Ι. 2 2) ἐπὶ παθ, σημασ., τὸ συγκομίζεσθαι, συνέρχεσθαι ἢ συσσωρεύεσθαι εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, ἐξ ἀγρῶν ἐς ἄστυ Θουκ. 2. 52. 3) σ. ἱστορίας, συγγραφὴ ἱστορίας, Ἡρῳδιαν. ἐν ἀρχ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
collection, approvisionnement, récolte.
Étymologie: σύν, κομιδή.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α συγκομίζω
συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που συγκομίζονται
2. μτφ. κάθε είδος συσσώρευσης («συγκομιδή χρημάτων»)
αρχ.
1. (με παθ. σημ.) συσσώρευση στον ίδιο τόπο («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ ἄστυ», Θουκ.)
2. φρ. «συγκομιδὴ ἱστορίας» — συγγραφή, συρραφή ιστορίας μετά από συγκέντρωση στοιχείων.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α συγκομίζω
συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που συγκομίζονται
2. μτφ. κάθε είδος συσσώρευσης («συγκομιδή χρημάτων»)
αρχ.
1. (με παθ. σημ.) συσσώρευση στον ίδιο τόπο («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ ἄστυ», Θουκ.)
2. φρ. «συγκομιδὴ ἱστορίας» — συγγραφή, συρραφή ιστορίας μετά από συγκέντρωση στοιχείων.

Greek Monotonic

συγκομῐδή: ἡ,
1. μάζεμα, συλλογή καρπών, σοδειάς, θερισμός, τρύγος, σε Θουκ., Ξεν.
2. με Παθ. σημασία, το να έχει μαζευτεί, συγκεντρωθεί, συσσωρευθεί κάτι σε κάποιον τόπο, σε Θουκ.