στροβιλώδης: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[στροβιλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[στρόβιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[γένεση]] στροβίλων [[μέσα]] στη [[μάζα]] ενός ρευστού, αλλ. [[τυρβώδης]] («[[στροβιλώδης]] ροή»)<br /><b>αρχ.</b><br />στροβιλοείδής, [[κωνικός]] («[[ὅρος]] στροβιλῶδες», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=-ες / [[στροβιλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[στρόβιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[γένεση]] στροβίλων [[μέσα]] στη [[μάζα]] ενός ρευστού, αλλ. [[τυρβώδης]] («[[στροβιλώδης]] ροή»)<br /><b>αρχ.</b><br />στροβιλοείδής, [[κωνικός]] («[[ὅρος]] στροβιλῶδες», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στροβῑλώδης:''' -ες, συνηρ. αντί [[στροβιλοειδής]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,=
A στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.
German (Pape)
[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.
Greek (Liddell-Scott)
στροβῑλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ στροβιλοειδής, Πλουτ. Σύλλ. 17.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
en forme de toupie ou de pomme de pin.
Étymologie: στρόβιλος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / στροβιλώδης, -ῶδες, ΝΑ στρόβιλος
νεοελλ.
φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδης («στροβιλώδης ροή»)
αρχ.
στροβιλοείδής, κωνικός («ὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.).
Greek Monotonic
στροβῑλώδης: -ες, συνηρ. αντί στροβιλοειδής, σε Πλούτ.