συνεισάγω: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]].
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εισάγω]] μαζί, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισάγω Medium diacritics: συνεισάγω Low diacritics: συνεισάγω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: syneiságō Transliteration B: syneisagō Transliteration C: syneisago Beta Code: suneisa/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):— Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included . ., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.

French (Bailly abrégé)

introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.

Greek Monolingual

ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.

Greek Monolingual

ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.

Greek Monotonic

συνεισάγω: μέλ. -ξω, εισάγω μαζί, σε Ξεν.