σχίζα: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σκίζα]] Ν, και ιων. τ. σχίζη Α<br /><b>1.</b> απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]] (α. «κόψε σχίζες για το [[τζάκι]]» β. «κόψε δ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε καίων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] ξύλου που με την [[καύση]] του παρέχεται [[φωτισμός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαχωρισμός]] [[οδών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σχίζαι</i><br />τα καυσόξυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σχίδ</i>-<i>jα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχιδ</i>- του [[σχίζω]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σκίζα]] Ν, και ιων. τ. σχίζη Α<br /><b>1.</b> απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]] (α. «κόψε σχίζες για το [[τζάκι]]» β. «κόψε δ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε καίων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] ξύλου που με την [[καύση]] του παρέχεται [[φωτισμός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαχωρισμός]] [[οδών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σχίζαι</i><br />τα καυσόξυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σχίδ</i>-<i>jα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχιδ</i>- του [[σχίζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχίζα:''' Ιων. [[σχίζη]], <i>-ης</i>, <i>ἡ</i> ([[σχίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχισθεί, [[ροκανίδι]], [[πελεκούδι]], [[σκλήθρα]], Λατ. [[scindula]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ξύλα σχισμένα σε μικρά κομμάτια, καυσόξυλα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βέλος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίζα Medium diacritics: σχίζα Low diacritics: σχίζα Capitals: ΣΧΙΖΑ
Transliteration A: schíza Transliteration B: schiza Transliteration C: schiza Beta Code: sxi/za

English (LSJ)

ης, ἡ, (σχίζω)

   A piece of wood cut off, lath, splinter, σχίζῃ δρυός Od.14.425, cf. Ar.Pax 1032: pl., wood cleft small, esp. firewood, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηρούς] Il.1.462, cf. PCair.Zen.191.5 (iii B.C.), IG 22.1366.11; τὰ μὲν . . σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Il.2.425.    2 shaft, dart, LXX 1 Ki.20.20 sq., 1 Ma.10.80, AP6.282 (Theod.); so σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν IG22.1629.996.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, ion. σχίζη, kleingespaltenes Holz, bes. zum Kochen, Braten, beim Opfern, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς Il. 1, 462, τὰ μὲν ἂρ σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον, 2, 425; Ar. Pax 989. 996; übh. ein Scheit, Stück Holz, Od. 14, 425, wo es zum Tödten des Schweines gebraucht wird; auch wie σχίδη, σχίδαξ, σχῖδος, Splitter, Spleiß, u., nach dem von solchen Scheiten gemachten Gebrauche, Schindel, Fackel, Pfeil, LXX. u. a. Sp. – Spaltung, Trennung, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

σχίζα: Ἰων. σχίζη, ης, ἡ, (σχίζω) τεμάχιον ἐσχισμένου ξύλου, κοινῶς «σκίζα» ὡς τὸ σχίδαξ. Λατ. cindula, σχίζῃ δρυὸς Ὀδ. Ξ. 425, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1032· ἐν τῷ πληθ., ξύλα ἐσχισμένα εἰς μικρὰ τεμάχια, μάλιστα καυσόξυλα. καῖε δ’ ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηροὺς] Ἰλ. Α. 462, Ὀδ. Γ. 459· τὰ μέν... σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Ἰλ. Β 425. 2) βέλος Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Κ΄, 20 κἑξ.), πρβλ. Ἀνθολ. Π. 6. 282 δόρυ, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 80)· οὕτω σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν Böckh Urkunden σ. 446. ΙΙ. σχίσμα, διάσχισις, διαχωρισμός, ὁδῶν Συνέσ. 91C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
éclat de bois, copeau.
Étymologie: σχίζω.

English (Autenrieth)

split wood; δρυός, oaken billet, Od. 14.425.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σκίζα Ν, και ιων. τ. σχίζη Α
1. απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι (α. «κόψε σχίζες για το τζάκι» β. «κόψε δ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε καίων», Ομ. Οδ.)
2. τεμάχιο ξύλου που με την καύση του παρέχεται φωτισμός
μσν.-αρχ.
διαχωρισμός οδών
αρχ.
1. βέλος
2. (ιδίως στον πληθ.) αἱ σχίζαι
τα καυσόξυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίδ- < θ. σχιδ- του σχίζω].

Greek Monotonic

σχίζα: Ιων. σχίζη, -ης, (σχίζω
1. κομμάτι ξύλου που έχει αποσχισθεί, ροκανίδι, πελεκούδι, σκλήθρα, Λατ. scindula, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ξύλα σχισμένα σε μικρά κομμάτια, καυσόξυλα, σε Όμηρ.
2. βέλος, σε Ανθ.