τομός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει, [[κοφτερός]] («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[οξύς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τομῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[οξύτητα]]<br /><b>2.</b> [[ταχέως]], [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> [[σαφώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] με καταβιβασμό του τόνου].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει, [[κοφτερός]] («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[οξύς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τομῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[οξύτητα]]<br /><b>2.</b> [[ταχέως]], [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> [[σαφώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] με καταβιβασμό του τόνου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τομός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τέμνω]], αυτός που κόβει, που τέμνει, <i>ἕστηκεν ᾗ τομώτατος</i>, είναι τοποθετημένος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι [[πολύ]] [[κοφτερός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομός Medium diacritics: τομός Low diacritics: τομός Capitals: ΤΟΜΟΣ
Transliteration A: tomós Transliteration B: tomos Transliteration C: tomos Beta Code: tomo/s

English (LSJ)

ή, όν, (τέμνω)

   A cutting, sharp, Pl.Ti.61e, Timo 4 (Comp.); v.l. for τολμηρόν in D.25.24; ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν ᾗ τομώτατος as it will cut sharpest, S.Aj.815.    2 metaph., λόγος -ώτερος σιδήρου Ps.Phoc. 124. cf. Ep.Hebr.4.12; of persons, οἱ -ώτατοι the sharpest, hottest, Call.Fr.78 codd.; ἐρέω τιτομώτερον ἣ ἀπὸ δάφνης Id.Del.94 codd.; πράξεις -ώτεραι Luc.Tox.11; cf. τορός. Adv. -μῶς sharply, clearly, Hsch. s.v. τμήδην.

German (Pape)

[Seite 1127] (τέμνω), schneidend, theilend, übh. scharf; Phot. erklärt τὸ τμητικόν; im posit. selten: Plat. Tim. 61 e; ἰταμὸν γὰρ ἡ πονηρία καὶ τομὸν καὶ πλεονεκτικόν, Dem. 25, 24, wo Bekker τολμηρόν lies't; compar. τομώτερος Phocyl. 116; superl. τομώτατος Soph. Ai. 826. – Adv., Callim. fr. 78.

Greek (Liddell-Scott)

τομός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τέμνω, ὁ τέμνων, ὀξύς, Πλάτ. Τίμ. 61Ε, Τίμων παρ’ Ἀθην. 443Ε· ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος, κατὰ τρόπον τοιοῦτον ὥστε νὰ εἶναι κοπτερώτατος (ἴδε σφαγεὺς), Σοφ. Αἴ. 815. 2) μεταφορ., λόγος τομώτερος σιδήρου, ὀξύτερος, Ψευδοφωκυλ. 116· ἐπὶ προσώπων, οἱ τομώτατοι, οἱ ὀξύτατοι, Καλλ. Ἀποσπ. 78· οὕτω, πράξεις τομώτεραι Λουκ. Τόξαρ. 11· πρβλ. τορός. ― Ἐπίρρ. -μῶς, ὀξέως, ταχέως, σαφῶς, τομώτερον, σαφέστερον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 94, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τμήδην· ὑπερθετ. τομώτατα, Εὐστ. Πονημάτ. 200. 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
coupant, tranchant;
Cp. τομώτερος, Sp. τομώτατος.
Étymologie: τέμνω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που τέμνει, κοφτερός («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», Σοφ.)
2. (γενικά) οξύς.
επίρρ...
τομῶς Α
1. με οξύτητα
2. ταχέως, γρήγορα
3. σαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος με καταβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

τομός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τέμνω, αυτός που κόβει, που τέμνει, ἕστηκεν ᾗ τομώτατος, είναι τοποθετημένος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ κοφτερός, σε Σοφ.