τριτοβάμων: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όνος, ὁ, ἡ Α<br /><b>φρ.</b> «τριτοβαμονος βάκτρου» — με το [[μπαστούνι]] που [[είναι]] σαν τρίτο [[πόδι]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>βάμων</i>]. | |mltxt=-όνος, ὁ, ἡ Α<br /><b>φρ.</b> «τριτοβαμονος βάκτρου» — με το [[μπαστούνι]] που [[είναι]] σαν τρίτο [[πόδι]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>βάμων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐτοβάμων:''' [ᾱ], -ον ([[βαίνω]]), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο [[πόδι]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος,
A forming a third foot, βάκτρον E. Tr. 275 (lyr.); cf. τρίπους 11.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτοβάμων: [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον πόδα, ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ βάκτρον, ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ βάκτρον) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. τρίπους ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui fait office de troisième pied (bâton).
Étymologie: τρίτος, βαίνω.
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, ἡ Α
φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» — με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο-βάμων].
Greek Monotonic
τρῐτοβάμων: [ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο πόδι, σε Ευρ.