ὑμνοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑμνηπόλος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[σύνθεση]] ύμνων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑμνοπόλος]]<br />ο [[ποιητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πόλος]].
|mltxt=και [[ὑμνηπόλος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[σύνθεση]] ύμνων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑμνοπόλος]]<br />ο [[ποιητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοπόλος]], ὁ, [[ποιητής]], [[υμνητής]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοπόλος Medium diacritics: ὑμνοπόλος Low diacritics: υμνοπόλος Capitals: ΥΜΝΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: hymnopólos Transliteration B: hymnopolos Transliteration C: ymnopolos Beta Code: u(mnopo/los

English (LSJ)

ον,

   A composing songs of praise, κεφαλή Phalar.Ep.78.3.    II Subst. -πόλος, ὁ, poet, minstrel, Emp.146, Simon.184, AP 7.18 (Antip.Thess.), etc.; ὑμνηπόλος, ὁ, Suid., prob. in IG14.1014.1.

German (Pape)

[Seite 1179] = ὑμνηπόλος; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοπόλος: -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· ὑμνοπόλος κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, ποιητής, ὑμνητήρ, Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοπόλος poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, πολέω.

Greek Monolingual

και ὑμνηπόλος, -ον, Α
1. αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση ύμνων
2. το αρσ. ως ουσ. ὑμνοπόλος
ο ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο-πόλος.

Greek Monotonic

ὑμνοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. ὑμνοπόλος, ὁ, ποιητής, υμνητής, σε Ανθ.