ὑμός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, και αιολ. τ. [[ὔμμος]], -α, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[υμέτερος]], [[δικός]] σας<br /><b>2.</b> [[δικός]] σου («ὦ Μεγάκλεες, [[ὑμαί]] τε καὶ προγόνων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑμ</i>(<i>ε</i>)- του [[ὑμεῖς]] (<b>πρβλ.</b> [[ἡμός]] / [[ἐμός]])]. | |mltxt=-ή, -όν, και αιολ. τ. [[ὔμμος]], -α, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[υμέτερος]], [[δικός]] σας<br /><b>2.</b> [[δικός]] σου («ὦ Μεγάκλεες, [[ὑμαί]] τε καὶ προγόνων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑμ</i>(<i>ε</i>)- του [[ὑμεῖς]] (<b>πρβλ.</b> [[ἡμός]] / [[ἐμός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑμός:''' [ῡ], -ά και -ή, -όν, Δωρ. και Επικ. αντί [[ὑμέτερος]],<br /><b class="num">I.</b> [[δικός]] σας, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> σε Πίνδ. επίσης αντί του [[σός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ά and ή, όν, Dor. and Ep. for ὑμέτερος,
A your, Il.5.489, 13.815, Od.1.375, 2.140, Hes.Th.662, SIG685.127 (Crete, ii B. C.). II also for σός, Pi.P.7.15, 8.66, Orac. ap. D.S.8.29. Cf. ἁμός (A).
German (Pape)
[Seite 1179] dor. u. ep. = ὑμέτερος, euer; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. ἁμός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμός: [ῡ], ά, καὶ ή, όν, Δώρ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑμέτερος, Ἰλ. Ε. 489, Ν. 815, Ὀδ. Α. 375, Β. 140, Ἡσ. Θεογ. 662. ΙΙ. Παρὰ Πινδ. ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ σός, ΙΙ. 7. 15., 8. 95. - Πρβλ. ἀμός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dor. et épq. c. ὑμέτερος.
English (Slater)
ῡμός = ὑμέτερος σὺν ἑορται-ς ὑμαῖς (for Apollo and Artemis) (P. 8.66) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (i. e. of your family and forebears) (P. 7.17)
Greek Monolingual
-ή, -όν, και αιολ. τ. ὔμμος, -α, -ον, Α
1. υμέτερος, δικός σας
2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε)- του ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)].
Greek Monotonic
ὑμός: [ῡ], -ά και -ή, -όν, Δωρ. και Επικ. αντί ὑμέτερος,
I. δικός σας, σε Όμηρ., Ησίοδ.
II. σε Πίνδ. επίσης αντί του σός.