ὑπερχαίρω: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπερχαίρω]] ΝΑ<br />[[χαίρω]] [[πάρα]] πολύ, [[νιώθω]] πολύ [[μεγάλη]] [[χαρά]] (α. «[[καίπερ]] ὑπερχαίρων, [[ὅταν]] ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῑς γάμοις αὐτοῡ», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[ὑπερχαίρω]] ΝΑ<br />[[χαίρω]] [[πάρα]] πολύ, [[νιώθω]] πολύ [[μεγάλη]] [[χαρά]] (α. «[[καίπερ]] ὑπερχαίρων, [[ὅταν]] ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῑς γάμοις αὐτοῡ», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερχαίρω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χαίρομαι]], [[αγαλλιάζω]] υπερβολικά για [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., μανθάνων [[ὑπερχαίρω]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
aor.
A -εχάρην Hp.Morb.Sacr.17, late aor. -έχηρα Procop.Gaz.p.147 B.:—rejoice exceedingly at a thing, δώροις E.Med. 1165; ἐπὶ τοῖς γάμοις Plu.2.1098b; τούτων ἀκούσας ὑπερέχηρεν ὁ Πηλεύς Procop.Gaz. l.c.: c. part., μανθάνων ὑ., ὁρῶν ὑ., X.Cyr.1.3.3, Luc.Nec.12: also ὑ. ὅταν... ὅτι... X.HG4.1.10, Cyn.4.4: abs., Hp. Morb.Sacr.17, Plu.Ages.33, Luc.VH1.30.
German (Pape)
[Seite 1204] (s. χαίρω), sich übermäßig freuen, τινί, über Etwas, δώροις Eur. Med. 1165; – c. partic., Etwas mit Freuden, sehr gern thun, Xen. Cyr. 1, 3, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερχαίρω: χαίρω ὑπερβαλλόντως, γίνομαι ἢ εἶμαι ὑπερχαρής, δώροις ὑπερχαίρουσα Εὐρ. Μήδ. 1165· ἐπί τινι Πλούτ. 2. 1098Β· μετὰ μετοχ., ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, Λουκ. Νεκ. 12· ὡσαύτως, καίπερ ὑπερχαίρων ὅταν ἐχθρὸν τιμωρῶμαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 10· ὑπερχαίρειν ὅτι τοῦ λαγῶ ἐγγύς εἰσι Κυν. 4. 4· ἀπολ., Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερχαιρήσω ou ὑπερχαρήσομαι, etc.
se réjouir extrêmement ; τινι, ἐπί τινι de qch.
Étymologie: ὑπέρ, χαίρω.
Greek Monolingual
ὑπερχαίρω ΝΑ
χαίρω πάρα πολύ, νιώθω πολύ μεγάλη χαρά (α. «καίπερ ὑπερχαίρων, ὅταν ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», Ξεν.
β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῑς γάμοις αὐτοῡ», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑπερχαίρω: μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αγαλλιάζω υπερβολικά για κάτι, με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., μανθάνων ὑπερχαίρω, σε Ξεν.