ὑπερωέω: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />τραβιέμαι [[πίσω]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρωῶ</i>, -<i>έω</i> «ρέω, [[αναβλύζω]], [[υποχωρώ]], αποσύρομαι, [[εγκαταλείπω]]»]. | |mltxt=Α<br />τραβιέμαι [[πίσω]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρωῶ</i>, -<i>έω</i> «ρέω, [[αναβλύζω]], [[υποχωρώ]], αποσύρομαι, [[εγκαταλείπω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερωέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξεκινώ]] για την [[επιστροφή]], [[πηδώ]] προς τα [[πίσω]], [[οπισθοχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.
German (Pape)
[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.
French (Bailly abrégé)
-ωῶ;
reculer, rétrograder.
Étymologie: ὑπό, ἐρωέω.
English (Autenrieth)
only aor., ὑπερώησαν, started back. (Il.)
Greek Monolingual
Α
τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρωῶ, -έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].
Greek Monotonic
ὑπερωέω: μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.