ὑπομέμφομαι: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[μέμφομαι]]<br />[[κατηγορώ]] [[κάπως]] ή [[κατηγορώ]] [[κρυφά]].
|mltxt=ΜΑ [[μέμφομαι]]<br />[[κατηγορώ]] [[κάπως]] ή [[κατηγορώ]] [[κρυφά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομέμφομαι:''' αποθ., [[κατηγορώ]] [[λιγάκι]] ή [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομέμφομαι Medium diacritics: ὑπομέμφομαι Low diacritics: υπομέμφομαι Capitals: ΥΠΟΜΕΜΦΟΜΑΙ
Transliteration A: hypomémphomai Transliteration B: hypomemphomai Transliteration C: ypomemfomai Beta Code: u(pome/mfomai

English (LSJ)

   A blame a little or secretly, Plu.Cat.Mi.15, Nonn.D.15.289, etc.

German (Pape)

[Seite 1225] ein wenig, versteckt tadeln, Plut. Cat. min. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομέμφομαι: ἀποθ., μέμφομαι ὀλίγον ἢ κρυφίως, ψέγω, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 15, Νόνν., κλπ.

French (Bailly abrégé)

blâmer un peu.
Étymologie: ὑπό, μέμφομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ μέμφομαι
κατηγορώ κάπως ή κατηγορώ κρυφά.

Greek Monotonic

ὑπομέμφομαι: αποθ., κατηγορώ λιγάκι ή κρυφά, μυστικά, σε Πλούτ.