ὑπερχλίω: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(43) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[είμαι]] υπέρμετρα [[ηδυπαθής]] και [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χλίω]] «ζω με [[τρυφή]], με [[πολυτέλεια]], μαλθακά»]. | |mltxt=Α<br />[[είμαι]] υπέρμετρα [[ηδυπαθής]] και [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χλίω]] «ζω με [[τρυφή]], με [[πολυτέλεια]], μαλθακά»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερχλίω:''' ή -[[χλιδάω]], είμαι υπερβολικά [[λάγνος]], [[ακόλαστος]] ή [[υπερόπτης]], [[αλαζονικός]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be over-wanton or arrogant, S.Tr.281 (v.l. -χλιδῶντες).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερχλίω: ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες εἶναι ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ μετὰ ταῦτα μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπερχλιδάω.
Étymologie: ὑπέρ, χλίω.
Greek Monolingual
Α
είμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»].
Greek Monotonic
ὑπερχλίω: ή -χλιδάω, είμαι υπερβολικά λάγνος, ακόλαστος ή υπερόπτης, αλαζονικός, σε Σοφ.