Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φοινίζω]] Α [[φοῑνιξ</i> (Ι), -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κόκκινο σαν το [[αίμα]], το [[κοκκινίζω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[προξενώ]] έντονο [[ερύθημα]]<br /><b>3.</b> (στη διάλεκτο τών Περραιβών) [[περιβρέχω]] [[κάτι]] με [[αίμα]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[κόκκινος]] σαν το [[αίμα]].
|mltxt=και [[φοινίζω]] Α [[φοῑνιξ</i> (Ι), -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κόκκινο σαν το [[αίμα]], το [[κοκκινίζω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[προξενώ]] έντονο [[ερύθημα]]<br /><b>3.</b> (στη διάλεκτο τών Περραιβών) [[περιβρέχω]] [[κάτι]] με [[αίμα]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[κόκκινος]] σαν το [[αίμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοινίσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[φοινός]]), [[κοκκινίζω]], κάνω [[κάτι]] κόκκινο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ευρ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κόκκινος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίσσω Medium diacritics: φοινίσσω Low diacritics: φοινίσσω Capitals: ΦΟΙΝΙΣΣΩ
Transliteration A: phoiníssō Transliteration B: phoinissō Transliteration C: foinisso Beta Code: foini/ssw

English (LSJ)

E.Or.1285 (lyr.), etc.; fut. ξω B.12.165, etc.: (φοινός): —

   A redden, make red, αἵματι Ἄρης πόντον φοινίξει Orac. ap. Hdt.8.77, cf. B. l. c.; χεῦμα Καΐκου Epic.Alex.Adesp.3.15; σφάγια φ. E. l. c.; φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ Id.IA187 (lyr.); empurple, μόρον S.Fr.395:—Pass., to be or become red, μάστιγι νῶτα φοινιχθείς S.Aj. 110; αἵματι φ. E.Hec.151 (anap.); πόντος ναΐοις ἐφοινίσσετο σταλαγμοῖς Tim.Pers.33, cf. Hp.Epid.7.92; καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theoc.20.16; νᾶμα δ' ἐφοινίχθη Id.23.61; τεμνόμενοι, φοινισσόμενοι, καόμενοι Porph.Abst.1.56:—Med., [σκίλλα] φοινίξατο σάρκα Nic.Al. 254, cf. Nonn.D.34.143.    2 in the Perrhaebian dialect, = αἱμάσσω, Arist.Mir.843b14.    3 causal, θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει causes a hot flush, Opp.H.2.428.    II intr., become blood-red, Nic.Th.238; ἄνθη μετὰ τοῦ λευκοῦ φοινίσσοντα ἐκ μέρους Dsc.4.159.

German (Pape)

[Seite 1296] röthen, roth machen; αἵματι πόντον Orak. bei Her. 8, 77; μάστιγι φοινιχθείς Soph. Ai. 110; σφάγια φοινίσσω Eur. Or. 1285; übrtr., φοινίσσουσα παρηΐδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ I. A. 187; – pass. roth werden, φοινίσσετο σάρξ Rufin. 2 (V, 35), φοινίχθη καλὸν χρόα Ap. Rh. 3, 725, wie Theocr. 20, 16; auch = schminken; bei den Aerzten = die Haut durch aufgelegte Zugpflaster od. beizende Mittel reizen u. röthen, vgl. Nic. Al. 254, wie Opp. Hal. 2, 427. – Auch intrans., roth werden, erröthen, Nic. Ther. 238. 303. 845; vgl. Soph. frg. 698.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίσσω: μέλλ. -ξω· (φοινός)· ― κάμνω τι κόκκινον, κοκκινίζω, αἵματι δ’ Ἄρης πόντον φοινίξει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· σφάγια φοινίσσειν Εὐρ. Ὀρ. 1285· φοινίσσουσα παρῇδ’ ἐμὰν αἰσχύνᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 187. ― Παθ., γίνομαι κόκκινος, μάστιγι φοινιχθεὶς Σοφ. Αἴ. 110· φ. αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 152· καὶ χρόα φοινίχθην Θεόκρ. 20. 16· νᾶμα δ’ ἐφοινίχθη ὁ αὐτ. 23. 61. ― Μέσ., σκίλλη... φοινίξατο σάρκα, «ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 254, πρβλ. Νόνν. Δ. 34. 143. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον Περραιβῶν, = αἱμάσσω, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 132. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Νικ. Θηρ. 238, Ὀππ. Ἁλ. 2. 428.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. ἐφοινίχθην;
1 rougir de sang;
2 p. ext. faire rougir de honte ou de pudeur, acc. ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: φοινός.

Greek Monolingual

και φοινίζω Α [[φοῑνιξ (Ι), -οίνικος]]
1. κάνω κάτι κόκκινο σαν το αίμα, το κοκκινίζω
2. ιατρ. προξενώ έντονο ερύθημα
3. (στη διάλεκτο τών Περραιβών) περιβρέχω κάτι με αίμα
4. (αμτβ.) γίνομαι κόκκινος σαν το αίμα.

Greek Monotonic

φοινίσσω: μέλ. -ξω (φοινός), κοκκινίζω, κάνω κάτι κόκκινο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ευρ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κόκκινος, σε Σοφ., Ευρ.