χορηγικός: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χορηγικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χορηγός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[χορηγία]] ή στον χορηγό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χορηγικοὶ ἀγῶνες» — [[άμιλλα]] [[μεταξύ]] χορηγών για την [[προετοιμασία]] και την [[συγκρότηση]] χορών, [[καθώς]] και [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] τών παραστάσεων (<b>Ξεν.</b>). | |mltxt=-ή, -ό / [[χορηγικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χορηγός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[χορηγία]] ή στον χορηγό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χορηγικοὶ ἀγῶνες» — [[άμιλλα]] [[μεταξύ]] χορηγών για την [[προετοιμασία]] και την [[συγκρότηση]] χορών, [[καθώς]] και [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] τών παραστάσεων (<b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χορηγικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν <i>χορηγὸν χορηγικοὶ ἀγῶνες</i>, [[άμιλλα]] για την [[παρασκευή]] χορών, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a χορηγός, χ. ἀγῶνες rivalry in bringing out choruses, X.Hier.9.11; χ. τρίποδες tripods dedicated to a god by victorious choruses, Plu.Arist. 1, Nic.3; χ. ἀργύριον IG11(2).161A27, 39 (Delos, iii B. C. ); τὸ χ. alone, Inscr.Délos453A24 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1365] ή; όν, dem χορηγός gehörig, ihn betreffend. Dah. χορηγικοὶ ἀγῶνες, Wetteifer in der Ausstattung und Aufführung von Chören, Xen. Hier. 9, 11; τρίποδες, die von den siegenden Chören einem Gotte geweihten und in einem Tempel aufgestellten Dreifüße, Plut. Arist. 1.
Greek (Liddell-Scott)
χορηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χορηγόν, χ. ἀγῶνες, ἅμιλλα περὶ τὴν παρασκευὴν καὶ τὸν καταρτισμὸν χορῶν, Ξεν. Ἱέρων 9, 11· χ. τρίποδες, οὓς ἀνέθετεν εἴς τινα θεὸν ὁ νικήσας χορηγός, Πλουτ. Ἀριστείδ. 1, Νικ. 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le chorège ou la fonction du chorège : χορηγικοὶ τρίποδες PLUT trépieds consacrés par le chorège dont les chœurs avaient obtenu le prix.
Étymologie: χορηγός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χορηγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χορηγός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορηγία ή στον χορηγό
αρχ.
φρ. «χορηγικοὶ ἀγῶνες» — άμιλλα μεταξύ χορηγών για την προετοιμασία και την συγκρότηση χορών, καθώς και κατά τη διεξαγωγή τών παραστάσεων (Ξεν.).
Greek Monotonic
χορηγικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν χορηγὸν χορηγικοὶ ἀγῶνες, άμιλλα για την παρασκευή χορών, σε Ξεν.