ἡμίσεια: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίσεια:''' ἡ, [[ἡμίσεον]], τό, βλ. [[ἥμισυς]].
|lsmtext='''ἡμίσεια:''' ἡ, [[ἡμίσεον]], τό, βλ. [[ἥμισυς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (sc. [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.
}}
}}

Revision as of 05:59, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίσεια Medium diacritics: ἡμίσεια Low diacritics: ημίσεια Capitals: ΗΜΙΣΕΙΑ
Transliteration A: hēmíseia Transliteration B: hēmiseia Transliteration C: imiseia Beta Code: h(mi/seia

English (LSJ)

ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος,

   A v. ἥμισυς.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.

French (Bailly abrégé)

v. ἥμισυς.

Greek Monolingual

η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].

Greek Monotonic

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.