μεταπαιδεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εκπαιδεύω]] με διαφορετικό τρόπο, σε Λουκ.
|lsmtext='''μεταπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εκπαιδεύω]] με διαφορετικό τρόπο, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπαιδεύω:''' перевоспитывать, воспитывать по-иному Luc.
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαιδεύω Medium diacritics: μεταπαιδεύω Low diacritics: μεταπαιδεύω Capitals: ΜΕΤΑΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: metapaideúō Transliteration B: metapaideuō Transliteration C: metapaideyo Beta Code: metapaideu/w

English (LSJ)

   A educate differently, LXX4 Ma.2.7 (Pass.), Luc.Anach.17:—Pass., of a substance, acquire a fresh tendency, Pall.in Hp.2.104 D.

German (Pape)

[Seite 151] umerziehen, anders erziehen und unterrichten als vorher, Luc. Gymn. 17 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαιδεύω: ἐκπαιδεύω διαφόρως, Λουκ. Ἀνάχ. 17, κτλ.

French (Bailly abrégé)

élever d’une autre manière.
Étymologie: μετά, παιδεύω.

Greek Monolingual

μεταπαιδεύω (ΑΜ)
1. εκπαιδεύω ή διδάσκω διαφορετικά ή με άλλο τρόπο
2. (το παθ.) μεταπαιδεύομαι
(για ουσία) αποκτώ νέα τάση.

Greek Monotonic

μεταπαιδεύω: μέλ. -σω, εκπαιδεύω με διαφορετικό τρόπο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαιδεύω: перевоспитывать, воспитывать по-иному Luc.