προτίω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προτίω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῐ], [[τιμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''προτίω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῐ], [[τιμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτίω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> выше ставить, предпочитать: πολλοὶ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι Aesch. многие из людей предпочитают казаться, чем быть, т. е. склонны к лицемерию;<br /><b class="num">2)</b> считать более достойным (τινά τινος Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τίσω [ῑ],
A prefer in honour, prefer, τι A.Ag.789 (anap.), Eu.546 (lyr.); τάφου . . τὸν μὲν προτίσας . . ἔχει has deemed the one more worthy of burial, S.Ant.22.
German (Pape)
[Seite 793] (s. τίω), vor Andern od. mehr ehren, vorziehen; πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι, Aesch. Ag. 763; Eum. 516; Ggstz von ἀτιμάζω, Soph. Ant. 22.
Greek (Liddell-Scott)
προτίω: μέλλ. -τίσω [ῑ], τιμῶ περισσότερον, προτιμῶ, τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, Εὐμ. 545· πρ. τινὰ τάφου, θεωρῶ τινα μᾶλλον ἄξιον ταφῆς ἢ ἕτερον, Σοφ. Ἀντ. 22.
French (Bailly abrégé)
honorer de préférence ; préférer : τινα τάφου SOPH juger qqn digne des honneurs de la sépulture.
Étymologie: πρό, τίω.
Greek Monolingual
Α
1. τιμώ περισσότερο, προτιμώ
2. προκρίνω («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῑν εῑναι προτίουσι δίκην παραβάντες», Αισχ.)
3. φρ. «προτίω τινὰ τάφου» — θεωρώ κάποιον άξιο ταφής μάλλον παρά για κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τίω «απονέμω τιμή, εκτιμώ»].
Greek Monotonic
προτίω: μέλ. -τίσω [ῐ], τιμώ περισσότερο, προτιμώ, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προτίω: (ῑ)
1) выше ставить, предпочитать: πολλοὶ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι Aesch. многие из людей предпочитают казаться, чем быть, т. е. склонны к лицемерию;
2) считать более достойным (τινά τινος Soph.).