ἰθαρός: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθαρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εύθυμος]], [[χαρωπός]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰθ</i>- του ρ. <i>ἰθ</i>-[[αίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μι</i>-[[αρός]])<br />συνδέεται με το ινδοϊρανικό <i>idhra</i>- «[[καθάριος]]». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. [[κρήνη]], αποτελεί [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> και μαρτυρείται ως κύριο όν. [[κυρίως]] στη Μικρά Ασία [[αλλά]] και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη [[μορφή]] <i>Itarajo</i>].
|mltxt=[[ἰθαρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εύθυμος]], [[χαρωπός]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰθ</i>- του ρ. <i>ἰθ</i>-[[αίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μι</i>-[[αρός]])<br />συνδέεται με το ινδοϊρανικό <i>idhra</i>- «[[καθάριος]]». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. [[κρήνη]], αποτελεί [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> και μαρτυρείται ως κύριο όν. [[κυρίως]] στη Μικρά Ασία [[αλλά]] και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη [[μορφή]] <i>Itarajo</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθᾰρός:''' (ῑ) чистый, прозрачный (νάματα Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθᾰρός Medium diacritics: ἰθαρός Low diacritics: ιθαρός Capitals: ΙΘΑΡΟΣ
Transliteration A: itharós Transliteration B: itharos Transliteration C: itharos Beta Code: i)qaro/s

English (LSJ)

[ῐ], ά, όν,

   A cheerful, glad, in Comp. -ώτερος Alc.Supp.4.18.    II pure, κρᾶναι Simm.25.6; cf. ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1245] wird von Hesych. sowohl "schnell", "leicht", als auch "rein", "heiter" erkl.; νάματα Simmi. (XV, 22). Vgl. das Vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθαρός: ά, όν. παρ’ Ἡσυχ. «ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς», ὧν ἡ τελευταία σημασία ἐν Ἀνθ. Π. 15. 22, 10, κρανᾶν ἰθαρᾶν νᾶμα· - ἶθαρ, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «εὐθέως, ταχέως», εἶναι ἁπλῶς τό Ὁμηρικὸν εἶθαρ.

Greek Monolingual

ἰθαρός, -ά, -όν (Α)
1. εύθυμος, χαρωπός
2. καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἰθ- του ρ. ἰθ-αίνω + κατάλ. -αρός (πρβλ. μι-αρός)
συνδέεται με το ινδοϊρανικό idhra- «καθάριος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. κρήνη, αποτελεί γλώσσα του Ησύχ. και μαρτυρείται ως κύριο όν. κυρίως στη Μικρά Ασία αλλά και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη μορφή Itarajo].

Russian (Dvoretsky)

ἰθᾰρός: (ῑ) чистый, прозрачный (νάματα Anth.).