ἐπικαταψεύδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταψεύδομαι:''' αποθ., [[ψεύδομαι]] πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐπικαταψεύδομαι:''' αποθ., [[ψεύδομαι]] πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαταψεύδομαι:''' привирать, лгать (при этом) (ἔλεγε οὐδὲν ἐπικατεψευσμένος Her.): καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπικαταψευδόμενος ἔλεγεν Thuc. и (Херей) добавил к этому много другой лжи.
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταψεύδομαι Medium diacritics: ἐπικαταψεύδομαι Low diacritics: επικαταψεύδομαι Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΨΕΥΔΟΜΑΙ
Transliteration A: epikatapseúdomai Transliteration B: epikatapseudomai Transliteration C: epikatapseydomai Beta Code: e)pikatayeu/domai

English (LSJ)

   A tell lies besides, Hdt.3.63, Th.8.74, D.H. 3.2.    II. accuse falsely, J.AJ17.5.5.    2. ἐ. θηλύτητα τῆς ὄψεως give a false appearance of femininity, ib.19.1.5.

German (Pape)

[Seite 947] noch dazu lügen (zu Jemandes Nachtheil), Her. 3, 63 Thuc. 8, 74 D. Hal. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

nuire encore à qqn par des mensonges.
Étymologie: ἐπί, καταψεύδομαι.

Greek Monolingual

ἐπικαταψεύδομαι (Α) καταψεύδομαι
1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον
2. κατηγορώ ψευδώς
3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα.

Greek Monotonic

ἐπικαταψεύδομαι: αποθ., ψεύδομαι πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταψεύδομαι: привирать, лгать (при этом) (ἔλεγε οὐδὲν ἐπικατεψευσμένος Her.): καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπικαταψευδόμενος ἔλεγεν Thuc. и (Херей) добавил к этому много другой лжи.