συγκαθέζομαι: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαθέζομαι:''' μέλ. <i>-εδοῦμαι</i>, [[κάθομαι]] μαζί με, [[συνεδριάζω]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''συγκαθέζομαι:''' μέλ. <i>-εδοῦμαι</i>, [[κάθομαι]] μαζί με, [[συνεδριάζω]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαθέζομαι:''' (fut. συγκαθεδοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> садиться рядом или вместе ([[ἐπειδὴ]] δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> сидеть на корточках Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A sit down together, Pl.Tht.162d, Prt.317e, Isoc. 12.18; of a body of people, γερουσία Plu.Marc.23; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 (Sidyma). II crouch down, cower, Plu.2.970e (συνεκαθεζόμην and its part. are aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἕζομαι), mit dabei, daneben sitzen; Isocr. 12, 18; Dem. prooem. 23; Luc. Anach. 19.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθέζομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου γερουσία Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος πάρεδρος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.
French (Bailly abrégé)
f. συγκαθεδοῦμαι;
1 siéger avec ou ensemble;
2 se tapir.
Étymologie: σύν, καθέζομαι.
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].
Greek Monotonic
συγκαθέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι, κάθομαι μαζί με, συνεδριάζω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθέζομαι: (fut. συγκαθεδοῦμαι)
1) садиться рядом или вместе (ἐπειδὴ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);
2) заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);
3) сидеть на корточках Plut.