λεχώϊος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεχώϊος:''' -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[λεχώνα]], <i>δῶραλεχώϊα</i>, δώρα που προσφέρονται στη [[λεχώνα]] κατά τον τοκετό, σε Ανθ.
|lsmtext='''λεχώϊος:''' -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[λεχώνα]], <i>δῶραλεχώϊα</i>, δώρα που προσφέρονται στη [[λεχώνα]] κατά τον τοκετό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεχώϊος:''' преподносимый по случаю рождения (δῶρα Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεχώϊος Medium diacritics: λεχώϊος Low diacritics: λεχώϊος Capitals: ΛΕΧΩΪΟΣ
Transliteration A: lechṓïos Transliteration B: lechōios Transliteration C: lechoios Beta Code: lexw/i+os

English (LSJ)

ον, (λεχώ)

   A of or belonging to childbed, A.R.2.1014; λ. δῶρα presents made at the birth, AP7.166 (Diosc. or Nicarch.).    II neut. as Subst., Ρείης . . λεχώϊον the place where Rhea bare her child, Call.Jov.14.

German (Pape)

[Seite 37] die Kindbetterinn betreffend; λοετρά, Ap. Rh. 2, 1014; κόραι τῇ παιδὶ λεχώϊα δῶρα φέρουσαι, Diosc. (VII, 166); Ῥείης λεχώϊον, der Ort wo Rhea niederkam, Callim. Iov. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne les accouchements ou les femmes qui accouchent.
Étymologie: λεχώ.

Greek Monolingual

λεχώϊος, -ον θηλ. και λεχωϊάς (Α)
βλ. λεχώος.

Greek Monotonic

λεχώϊος: -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε λεχώνα, δῶραλεχώϊα, δώρα που προσφέρονται στη λεχώνα κατά τον τοκετό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεχώϊος: преподносимый по случаю рождения (δῶρα Anth.).