ἀπραξία: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπραξία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποχή]] από οποιαδήποτε [[πράξη]], [[αδράνεια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανάπαυλα]] από την [[εργασία]], [[αργία]], [[ανάπαυση]]· στον πληθ., διακοπές, ημέρες που δεν είναι εργάσιμες, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[έλλειψη]] επιτυχίας, [[αποτυχία]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἀπραξία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποχή]] από οποιαδήποτε [[πράξη]], [[αδράνεια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανάπαυλα]] από την [[εργασία]], [[αργία]], [[ανάπαυση]]· στον πληθ., διακοπές, ημέρες που δεν είναι εργάσιμες, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[έλλειψη]] επιτυχίας, [[αποτυχία]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπραξία:''' ἡ<b class="num">1)</b> бездеятельность, бездействие Eur., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> незанятость, отдых, досуг Men., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> pl. неприсутственные дни, т. е. свободные от судебных заседаний Plut.;<br /><b class="num">4)</b> неуспех, неудача Aeschin.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπραξία Medium diacritics: ἀπραξία Low diacritics: απραξία Capitals: ΑΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: apraxía Transliteration B: apraxia Transliteration C: apraksia Beta Code: a)praci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A non-action, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ λέγω intending to act is the same as not-acting, E.Or.426; οὐδεμίαν . . πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph.262c.    2 rest from business, leisure, Men.633: in pl., = Lat. justitium, Plu.Sull.8.    II want of success, κοινὴ ἀ. Aeschin. 1.188.    2 in pl., futilities, Phld.Rh.1.38S.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, Unthätigkeit, Ggstz πρᾶξις Plat. Soph. 262 c; Thatlosigkeit, Aesch. 1, 188; Gerichtsferien, Plut. Sull. 8; Müßiggang, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπραξία: ἡ, τὸ μὴ πράττειν, μὴ ἐνεργεῖν, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ, τὸ μέλλειν τι πρᾶξαι ἴσον τῷ μὴ πράττειν, Εὐρ. Ὀρ. 426· οὐδεμίαν… πρᾶξιν οὐδ’ ἀπραξίαν Πλάτ. Σοφ. 262C. 2) ἀνάπαυσις ἀπὸ τῆς ἐργασίας, ἀργία, ἀνάπαυσις, Μένανδ. ἐν Ἀδήλοις 93: κατὰ πληθ., ἡμέραι ἀργίας, διακοπαὶ τῶν δικαστηρίων, Πλουτ. Σύλλ. 8. ΙΙ. ἔλλειψις ἐπιτυχίας, Αἰσχίν. 26. 38· τὸ μὴ μετέχειν τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Συνεσ. Ἐπιστ. 50 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
repos, loisir ; αἱ ἀπραξίαι vacances des tribunaux.
Étymologie: ἄπρακτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀπραξεία Phld.Mus.4.37.36, v. tb. ἀπρακτία
I 1inactividad, inacción τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ el retraso es igual al no hacer nada E.Or.426, οὐδεμίαν ... πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph.262c, ἀπραξία γὰρ λιτὸν οὐ τρέφει βίον Men.Fr.525, σο[φι] στικὰς ἀπραξί[α] ς Phld.Rh.2.71Aur., ἀνάπαυλαν δὲ οὐ τὴν ἀπραξίαν Ph.1.155, (Ἀχιλλεύς) οὐδ' ... πενθεῖ τὸν φίλον ἀπραξίᾳ (Aquiles) no llora al amigo sin hacer nada Plu.2.33a, οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας Plu.2.135b, εἰς ἀπραξίαν ἡμᾶς περιστήσειν PTeb.24.33 (II a.C.), τὸ μετ' ἀπραξίας ἡσυχάζειν D.C.38.37.4, πενίαν ὲξ ἀπραξίας ἑλόμενος Synes.Ep.52, πράγματα ἕξω ἐξ ἀπραξίας Vlp. en Ath.49a.
2 plu. suspensión de toda actividad pública lat. iustitium ἀπραξίας δὲ διὰ ταῦτα τῶν ὑπάτων ψηφισαμένων Plu.Sull.8, τὰς ἀπραξίας λῦσαι Plu.Sull.8, cf. Mar.35.
II 1fracaso κοινὴ ἀ. Aeschin.1.188.
2 nadería, fruslería τὴν ... ἀπρα[ξε] ίαν τοῦ [μ] ε[ι] ρακιωδῶς [ἄιδ] οντος Phld.Mus.4.37.36.

Greek Monolingual

η (AM ἀπραξία)
1. έλλειψη δράσης, αδράνεια
2. έλλειψη εμπειρίας, αδεξιότητα, ανικανότητα
αρχ.-μσν.
αποτυχία, αστοχία
αρχ.
(για δικαστήρια) διακοπές.

Greek Monotonic

ἀπραξία: ἡ,
I. 1. αποχή από οποιαδήποτε πράξη, αδράνεια, σε Ευρ., Πλάτ.
2. ανάπαυλα από την εργασία, αργία, ανάπαυση· στον πληθ., διακοπές, ημέρες που δεν είναι εργάσιμες, σε Πλούτ.
II. έλλειψη επιτυχίας, αποτυχία, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπραξία:1) бездеятельность, бездействие Eur., Plat., Plut.;
2) незанятость, отдых, досуг Men., Plut.;
3) pl. неприсутственные дни, т. е. свободные от судебных заседаний Plut.;
4) неуспех, неудача Aeschin.