ὑπερωέω: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερωέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξεκινώ]] για την [[επιστροφή]], [[πηδώ]] προς τα [[πίσω]], [[οπισθοχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑπερωέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξεκινώ]] για την [[επιστροφή]], [[πηδώ]] προς τα [[πίσω]], [[οπισθοχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερωέω:''' отступать, пятиться: ὑπερώησαν οἱ ἵπποι Hom. кони отпрянули назад. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.
German (Pape)
[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.
French (Bailly abrégé)
-ωῶ;
reculer, rétrograder.
Étymologie: ὑπό, ἐρωέω.
English (Autenrieth)
only aor., ὑπερώησαν, started back. (Il.)
Greek Monolingual
Α
τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρωῶ, -έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].
Greek Monotonic
ὑπερωέω: μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερωέω: отступать, пятиться: ὑπερώησαν οἱ ἵπποι Hom. кони отпрянули назад.