αἴνυμαι: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἴνυμαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. [[χωρίς]] [[αύξηση]]· [[παίρνω]], [[λαμβάνω]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], [[κυριαρχώ]], σε Όμηρ.· με γεν. του διαιρεμένου όλου, <i>τυρῶν αἰνυμένους</i>, λαμβάνοντας [[μέρος]] απ' τα τυριά, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''αἴνυμαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. [[χωρίς]] [[αύξηση]]· [[παίρνω]], [[λαμβάνω]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], [[κυριαρχώ]], σε Όμηρ.· με γεν. του διαιρεμένου όλου, <i>τυρῶν αἰνυμένους</i>, λαμβάνοντας [[μέρος]] απ' τα τυριά, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἴνῠμαι:''' (только praes. и impf. αἰνύμην) брать, хватать, снимать (τεύχεα ἀπ᾽ ὤμων, [[τόξον]] ἀπὸ πασσάλου Hom.): αἴ. τινος Hom. брать с собой что-л.; [[πόθος]] τινὸς αἴνυταί τινα Hom. тоска по ком-л. охватывает кого-л.; [[ἄνευ]] πυρὸς αἴ. [[δόρπον]] Theocr. есть пищу в сыром виде. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. Verb, only in pres. and impf. without augm.:—
A take, αἴνυτο τεύχε' ἀπ' ὤμων Il.11.580, 13.550; ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od.21.53; χεῖρας αἰνύμεναι taking hold of, 22.500: c. gen. partit., τυρῶν αἰνυμένους 9.225: metaph., ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται a longing seizes me for him, 14.144, cf. Hes.Sc.41; enjoy, feed on, καρπόν Simon.5.17. (Root αἰ-, as in ἔξ-αι-τος.)
Greek (Liddell-Scott)
αἴνυμαι: ποιητ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατατ. ἄνευ αὐξήσεως· πρβλ. ἀπαίνυμαι. Λαμβάνω, αἴνυτο τεύχε᾿ ἀπ᾿ ὤμων, Ἰλ. Λ. 580, Ν. 550· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, Ὀδ. Φ. 53· χεῖρας αἰνύμενοι = λαμβάνοντες τὰς χεῖρας, Χ. 500· μ. γεν. μεριστ., τυρῶν αἰνυμένους = λαμβάνοντας ἐκ τῶν τυρῶν, Ι. 225: ‒ μεταφ., ἀλλὰ μ᾿ Ὀδυσῆος πόθος μ᾿ αἴνυται = μὲ καταλαμβάνει πόθος δι᾿ αὐτόν, Ξ. 144. Ἡσ. Ἀσπ. 41· ὡσαύτως, ἀπολαύω, τρέφομαι ἐκ... καρπόν, Σιμων. 5. 17.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
prendre, s’emparer de, acc. ; avec un gén. part. prendre possession.
Étymologie: DELG tokh-B ai-, donner.
English (Autenrieth)
only pres., and ipf. αἴνυτο: take; met. πόθος αἴνυται, ‘I am seized with’ longing, Od. 14.144.
Spanish (DGE)
(αἴνῠμαι) 1 gener. coger, tomar c. ac. ἄλλον ὀϊστόν Il.15.459, χεῖρας Od.22.500, δεσμὸν βοὸς αἴ. χερσίν Hes.Fr.272
•agarrar κουρὶξ αἰνυμένους Call.Fr.772
•de alimentos tomar, servirse c. gen. τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν Od.9.232, cf. abs. ὄφρα οἱ εἴη πίνειν αἰνυμένῳ Od.9.249
•c. ac. tomar, comer καρπόν Simon.37.25, δόρπον Theoc.24.139
•fig. del sol chupar ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου con los rayos del cruel sol que chupa toda substancia húmeda A.R.4.680.
2 c. ac. y ἀπό c. gen. quitar τεύχε' ἀπ' ὤμων Il.11.580, ἀπὸ πασσάλου ... τόξον Od.21.53, χρύσειον ἀπὸ δρυὸς ... κῶας A.R.4.162.
3 fig. de sentimientos apoderarse c. ac. μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται Od.14.144, cf. Hes.Sc.41, ἔρος αἴνυτο θυμόν h.Merc.434. • DMic.: a3-nu-me-no.
• Etimología: De *H3eHi̯- que en grado cero con silabación *H3°-Hi̯°- da *ai-, cf. toc. B ai- ‘dar’, het. p-ai- ‘dar’; c. silabación *H3Hi̯°- da *i-, cf. ai. inoti, gr. ἴσσασθαι; c. grado pleno y silabación *H3e-Hi̯°- > *oi- en gr. οἶτος.
Greek Monotonic
αἴνυμαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. χωρίς αύξηση· παίρνω, λαμβάνω, αποσπώ, αφαιρώ, κυριαρχώ, σε Όμηρ.· με γεν. του διαιρεμένου όλου, τυρῶν αἰνυμένους, λαμβάνοντας μέρος απ' τα τυριά, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
αἴνῠμαι: (только praes. и impf. αἰνύμην) брать, хватать, снимать (τεύχεα ἀπ᾽ ὤμων, τόξον ἀπὸ πασσάλου Hom.): αἴ. τινος Hom. брать с собой что-л.; πόθος τινὸς αἴνυταί τινα Hom. тоска по ком-л. охватывает кого-л.; ἄνευ πυρὸς αἴ. δόρπον Theocr. есть пищу в сыром виде.