γάργαρα: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γάργᾰρα:''' τά, [[σωρός]], [[αφθονία]], [[πλήθος]]· πρβλ. ψαμμακοσιο-[[γάργαρα]] (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''γάργᾰρα:''' τά, [[σωρός]], [[αφθονία]], [[πλήθος]]· πρβλ. ψαμμακοσιο-[[γάργαρα]] (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''γάργᾰρα:''' τά множество (только в ψαμμακοσιο-[[γάργαρα]] Arph., см.).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάργᾰρα Medium diacritics: γάργαρα Low diacritics: γάργαρα Capitals: ΓΑΡΓΑΡΑ
Transliteration A: gárgara Transliteration B: gargara Transliteration C: gargara Beta Code: ga/rgara

English (LSJ)

τά,

   A heaps, lots, plenty, ἀνδρῶν Aristomen.1; ἀνθρώπων Alc.Com.19.

German (Pape)

[Seite 475] τά, Haufen, Menge, com. bei Schol. Ar. Ach. 3.

Greek (Liddell-Scott)

γάργᾰρα: τά, πλῆθος, σωρός, ἀφθονία, Ἀριστομ. Βοηθ. 1. Ἀλκαῖ. Κωμ. Κωμῳδ. 1· πρβλ. ψαμμακοσιογάργαρα. (Ἐντεῦθεν γαργαίρω, καὶ πιθ. τὸ ὄρος Γάργαρα, ἴδε Βεργ. Γεωρ. 1. 103).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
foule remuante ou fourmillante.
Étymologie: DELG terme expressif attesté seul. chez les comiques.

Spanish (DGE)

(γάργᾰρα) -ων, τά
montón, multitud ἀνδρῶν Aristomen.1, ἀνθρώπων Alc.Com.19.3, χρημάτων Trag.Adesp.442.

• Etimología: Forma c. red. impresiva de la r. de ἀγείρω q.u., rel. c. lat. grex, lituan. gurgulŷs ‘embrollo’.

Greek Monolingual

γάργαρα, τα (Α)
ομάδες, παρέες ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που μαρτυρείται μόνον στους κωμικούς ή σε λεξικογράφους. Ανάγεται στην ινδοευρ. ρίζα ger-, gere- «συνοψίζω, συγκεφαλαιώνω, μαζεύω, συλλέγω» και πιθανώς συνδέεται με τη λ. αγείρω (πρβλ. λιθ. gurgulӯs «σμήνος πουλιών», gurguole «πλήθος», λατ. grex «σμήνος» κ.λπ.). Τέλος πιθ. να προήλθε από παρετυμολογική επίδραση του γαργαρίζω.

Greek Monotonic

γάργᾰρα: τά, σωρός, αφθονία, πλήθος· πρβλ. ψαμμακοσιο-γάργαρα (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γάργᾰρα: τά множество (только в ψαμμακοσιο-γάργαρα Arph., см.).