ἐπαρήγω: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰρήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[έρχομαι]] προς [[βοήθεια]], [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Όμηρ., Ευρ.· απόλ., προστ. αορ. αʹ <i>ἐπάρηξον</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπᾰρήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[έρχομαι]] προς [[βοήθεια]], [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Όμηρ., Ευρ.· απόλ., προστ. αορ. αʹ <i>ἐπάρηξον</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαρήγω:''' оказывать помощь, помогать (τινί Hom., Eur., Arph., Xen.): [[οὑπαρήξων]] (= ὁ ἐπαρήξων) Soph. помощник, защитник; ἐπάκουσον ἐπάρηξον Aesch. выслушай и помоги.
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρήγω Medium diacritics: ἐπαρήγω Low diacritics: επαρήγω Capitals: ΕΠΑΡΗΓΩ
Transliteration A: eparḗgō Transliteration B: eparēgō Transliteration C: eparigo Beta Code: e)parh/gw

English (LSJ)

   A come to aid, help, τινί Il.23.783, Od.13.391, E.El.1350 (anap.), Ar.V.402: abs., νῦν ἐπάρηξον A.Ch.725 (anap.); οὑπαρήξων S.El.1197; also in Prose, X.Cyr.6.4.18, LXX 2 Ma.13.17.

German (Pape)

[Seite 904] zu Hülfe kommen, beistehen, Il. 23, 783 Od. 13, 391; in tmesi, Il. 1, 408; Aesch. Ch. 714; Soph. u. A.; Xen. Cyr. 6, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρήγω: μέλλ. -ξω, ἐπιβοηθῶ, Ὀδυσῆϊ παρίσταται, ἠδ’ ἐπαρήγει Ἰλ. Ψ. 783· ὅτε μοι πρόφρασσ’ ἐπαρήγοις Ὀδ. Ν. 391, Εὐρ. Ἠλ. 1350, Ἀριστοφ. Σφ. 402· ἀπόλ., νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον Αἰσχύλ. Χο. 725· οὑπαρήξων, ὁ ἐπαρήξων, ὁ ἐπιβοηθήσων, Σοφ. Ἠλ. 1197· ὡσαύτως παρὰ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαρήξω, ao. impér. ἐπάρηξον;
porter secours.
Étymologie: ἐπί, ἀρήγω.

English (Autenrieth)

bring help to, succor.

Greek Monolingual

(Α)
έρχομαι να βοηθήσω, επικουρώ, βοηθώ, συντρέχω («τοῑς μὲν μυσαροῑς οὐκ ἐπαρήγομεν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρήγω «βοηθώ»].

Greek Monotonic

ἐπᾰρήγω: μέλ. -ξω, έρχομαι προς βοήθεια, βοηθώ, τινί, σε Όμηρ., Ευρ.· απόλ., προστ. αορ. αʹ ἐπάρηξον, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρήγω: оказывать помощь, помогать (τινί Hom., Eur., Arph., Xen.): οὑπαρήξων (= ὁ ἐπαρήξων) Soph. помощник, защитник; ἐπάκουσον ἐπάρηξον Aesch. выслушай и помоги.