κρήνηνδε: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρήνηνδε:''' επίρρ., σε [[πηγάδι]] ή [[πηγή]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''κρήνηνδε:''' επίρρ., σε [[πηγάδι]] ή [[πηγή]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρήνηνδε:''' adv. к источнику (ἔρχεσθαι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A to a well or spring, Od. 20.154.
German (Pape)
[Seite 1507] zur Quelle hin, Od. 20, 154.
Greek (Liddell-Scott)
κρήνηνδε: Ἐπίρρ. εἰς κρήνην, Ὀδ. Υ. 154.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers la fontaine.
Étymologie: κρήνη, -δε.
Greek Monolingual
κρήνηνδε (Α)
επίρρ. στην πηγή («ταὶ δὲ μεθ' ὕδωρ ἔρχεσθε κρήνηνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνην + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. οίκα-δε, πόλιν-δε)].
Greek Monotonic
κρήνηνδε: επίρρ., σε πηγάδι ή πηγή, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κρήνηνδε: adv. к источнику (ἔρχεσθαι Hom.).