περισοφίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περισοφίζομαι:''' αποθ., [[εξαπατώ]], [[κοροϊδεύω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περισοφίζομαι:''' αποθ., [[εξαπατώ]], [[κοροϊδεύω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περισοφίζομαι:''' опутывать речами, надувать (τινα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A overreach, cheat, τινα Ar.Av.1646.
German (Pape)
[Seite 591] überlisten, betrügen, Ar. Av. 1646.
Greek (Liddell-Scott)
περισοφίζομαι: ἀποθετ., ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1646.
French (Bailly abrégé)
tromper par des sophismes.
Étymologie: περί, σοφίζομαι.
Greek Monolingual
Α
απατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»].
Greek Monotonic
περισοφίζομαι: αποθ., εξαπατώ, κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περισοφίζομαι: опутывать речами, надувать (τινα Arph.).