ἀνθρωποδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρωποδαίμων:''' -ονος, ὁ, ἡ, [[άνθρωπος]] και [[θεός]], δηλ. θεοποιημένος [[άνθρωπος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνθρωποδαίμων:''' -ονος, ὁ, ἡ, [[άνθρωπος]] και [[θεός]], δηλ. θεοποιημένος [[άνθρωπος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρωποδαίμων:''' ονος ὁ человекобог, человек, ставший божеством Eur.
}}
}}

Revision as of 07:22, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποδαίμων Medium diacritics: ἀνθρωποδαίμων Low diacritics: ανθρωποδαίμων Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: anthrōpodaímōn Transliteration B: anthrōpodaimōn Transliteration C: anthropodaimon Beta Code: a)nqrwpodai/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A man-god, i.e. deified man, E.Rh.971; semi-devil, Procop. Arc.12.

German (Pape)

[Seite 234] ονος, ὁ, ein Mensch gewesener Gott, Eur. Rhes. 971. Bei Sp. böse Geister in Menschengestalt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποδαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ ἥρως, ἄνθρωπος καὶ θεός, ὅ ἐ. ἀποθεωθεὶς ἄνθρωπος, Εὐρ. Ρῆσ. 971. ― παρὰ μεταγ. δαίμων ἀνθρώπου μορφὴν λαβών, ἀνθρωπόμορφον πονηρὸν πνεῦμα, Προκόπ.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
homme devenu dieu.
Étymologie: ἄνθρωπος, δαίμων.

Spanish (DGE)

-ονος, ὁ, ἡ
hombre-dios e.d. venerado como dios, de Reso, E.Rh.971
ser humano diabólico Procop.Arc.12.14.

Greek Monolingual

ο, η (AM ἀνθρωποδαίμων)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που είναι κατά το μισό δαίμονας, διάβολος
αρχ.
άνθρωπος και θεός, ήρωας, άνθρωπος που έχει αποθεωθεί.

Greek Monotonic

ἀνθρωποδαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, άνθρωπος και θεός, δηλ. θεοποιημένος άνθρωπος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποδαίμων: ονος ὁ человекобог, человек, ставший божеством Eur.