ἀπόσιτος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόσῑτος:''' -ον, αυτός που απέχει από την [[τροφή]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀπόσῑτος:''' -ον, αυτός που απέχει από την [[τροφή]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόσῑτος:''' <b class="num">1)</b> ничего не евший, не принимающий пищи Luc.;<br /><b class="num">2)</b> не имеющий аппетита Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἄσιτος, having eaten nothing, ἡμερῶν τοσούτων ἀ. Hld.8.7, cf. Ael. ap. Ar.Byz.Epit.82.14, Luc. Hist.Conscr.21. 2 hungry, Philonid.1. II having an aversion for food, without appetite, Hp.Epid.1.26.σ, Plu.2.635c, Gal.16.654, Jul.Or.6.190d.
German (Pape)
[Seite 324] = ἄσιτος, der nichts gegessen hat, Philonid. bei Ath. VI, 247 e; vgl. III, 84 e; Luc. Quom. hist. scrib. 21; – appetitlos, Hippocr. Ael. N. A. 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσῑτος: -ον, = ἄσιτος, ὁ μηδὲν φαγών, ἡμερῶν τοσούτων ἀπ. Ἡλιόδ. 8. 7. 2) ἀπεχόμενος σιτίων, τροφῆς. Λουκ. πῶς Ἱστ. συγγρ. 21. 3) πεινασμένος, πεινῶν, Φιλωνίδ. ἐν «Κοθόρνοις» 4. ΙΙ. ὁ ἄνευ ὀρέξεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 982.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’abstient de manger;
2 qui a le dégoût des aliments.
Étymologie: ἀπό, σῖτος.
Spanish (DGE)
(ἀπόσῑτος) -ον
I inapetente, desganado οὐκ ἀ. οὐδὲ διψώδης Hp.Epid.1.26.6, μάλα ἀπόσιτοι γίνονται οἱ τοιοῦτοι Hp.Art.69, οὐκ ἀ. δὲ πάνυ οὐδὲ πυρετώδεες Hp.Mochl.35, cf. Prorrh.1.71, Gal.16.654, Plu.2.635c, Iul.Or.9.190d
•c. gen. ἀπόσιτοι πάντων γευμάτων no queriendo probar nada Hp.Epid.1.2.
II 1que no ha comido, que está ayuno, que pasa hambre ἐγὼ δ' ἀπόσιτος ὢν τοιαῦτ' οὐκ ἀνέχομαι aunque no he comido, no puedo soportar tal (comida), Philonid.1, ἡμερῶν τοσούτων Hld.8.7.5, τρίτην ἔχων ὁ κύων ἀ. τὴν ἡμέραν Ael. en Ar.Byz.Epit.2.201, cf. Luc.Hist.Cons.21.
2 no invitado al banquete c. gen. τῶν θείων ... γάμων Cyr.Al.M.73.744A.
Greek Monolingual
ἀπόσιτος, -ον (AM)
αυτός που μένει χωρίς τροφή, νηστικός
αρχ.
1. ο πεινασμένος
2. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος.
Greek Monotonic
ἀπόσῑτος: -ον, αυτός που απέχει από την τροφή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσῑτος: 1) ничего не евший, не принимающий пищи Luc.;
2) не имеющий аппетита Plut.