φλεβώδης: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[φλεβώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[φλέβα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές φλέβες («[[σάρξ]] [[νευρώδης]] ἢ [[φλεβώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[φλεβώδης]] [[γωνία]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[συμβολή]] τών φλεβών έσω σφαγίτιδας και υποκλείδειας, όπου εκβάλλουν οι θωρακικοί πόροι, αριστερά ο [[μείζων]] και [[δεξιά]] ο [[ελάσσων]]<br />β) «φλεβώδεις κόλποι»<br />(ανατ.-φυσιολ.) αναδιπλώσεις της σκληράς [[μήνιγγας]], [[μέσα]] στις οποίες κυκλοφορεί το φλεβικό [[αίμα]] της κρανιακής κοιλότητας. | |mltxt=-ες / [[φλεβώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[φλέβα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές φλέβες («[[σάρξ]] [[νευρώδης]] ἢ [[φλεβώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[φλεβώδης]] [[γωνία]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[συμβολή]] τών φλεβών έσω σφαγίτιδας και υποκλείδειας, όπου εκβάλλουν οι θωρακικοί πόροι, αριστερά ο [[μείζων]] και [[δεξιά]] ο [[ελάσσων]]<br />β) «φλεβώδεις κόλποι»<br />(ανατ.-φυσιολ.) αναδιπλώσεις της σκληράς [[μήνιγγας]], [[μέσα]] στις οποίες κυκλοφορεί το φλεβικό [[αίμα]] της κρανιακής κοιλότητας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλεβώδης:''' пронизанный (богатый) кровеносными сосудами ([[σάρξ]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A full of veins, or with large veins, Hp.Morb.4.40, Arist.HA494a7,582a15; of plants, Thphr.HP1.5.3: Sup. -έστατος Arist.Spir.484a4. II like a vein, ἀρτηρία Gal.UP6.10.
German (Pape)
[Seite 1290] ες, aderartig, -ähnlich, – voll von Adern, Arist. H. A. 7, 1, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φλεβώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης φλεβῶν, ἢ ἔχων μεγάλας φλέβας, Σιμωνίδ. 3. 17, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5., 7. 1, 15, κ. ἀλλ.· φλεβωδέστατος ὁ αὐτ. περὶ Πνεύματ. 5. 11.
Greek Monolingual
-ες / φλεβώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός]
1. όμοιος με φλέβα
2. αυτός που έχει πολλές φλέβες («σάρξ νευρώδης ἢ φλεβώδης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «φλεβώδης γωνία»
ανατ. η συμβολή τών φλεβών έσω σφαγίτιδας και υποκλείδειας, όπου εκβάλλουν οι θωρακικοί πόροι, αριστερά ο μείζων και δεξιά ο ελάσσων
β) «φλεβώδεις κόλποι»
(ανατ.-φυσιολ.) αναδιπλώσεις της σκληράς μήνιγγας, μέσα στις οποίες κυκλοφορεί το φλεβικό αίμα της κρανιακής κοιλότητας.
Russian (Dvoretsky)
φλεβώδης: пронизанный (богатый) кровеносными сосудами (σάρξ Arst.).