κατακληροδοτέω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακληροδοτέω:''' ([[κλῆρος]], [[δίδωμι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διανέμω]], [[μοιράζω]] με κλήρο, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κατακληροδοτέω:''' ([[κλῆρος]], [[δίδωμι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διανέμω]], [[μοιράζω]] με κλήρο, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''κατακληροδοτέω:''' NT v. l. = [[κατακληρονομέω]].
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακληροδοτέω Medium diacritics: κατακληροδοτέω Low diacritics: κατακληροδοτέω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΗΡΟΔΟΤΕΩ
Transliteration A: kataklērodotéō Transliteration B: kataklērodoteō Transliteration C: kataklirodoteo Beta Code: kataklhrodote/w

English (LSJ)

   A seize and parcel out, τὴν γῆν αὐτῶν v.l. in LXX 1 Ma.3.36, De.1.38, Act.Ap.13.19.

German (Pape)

[Seite 1353] durchs Loos vertheilen, LXX u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατακληροδοτέω: διανέμω διὰ κλήρου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 36), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 19· διανέμω τι ὡς κληρονομίαν, Μανασ. Χρον. σ. 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer par héritage.
Étymologie: κατά, κληροδοτέω.

English (Strong)

from κατά and a derivative of a compound of κλῆρος and δίδωμι; to be a giver of lots to each, i.e. (by implication) to apportion an estate: divide by lot.

English (Thayer)

(κατακληρονομέω) κατακληρονόμω (see κατά, III:6): 1st aorist κατεκληρονόμησα; to distribute by lot, to distribute as an inheritance: τίνι τί, G L T Tr WH. (Alex.; to receive, obtain, acquire as an inheritance; as, Deuteronomy 2:21>. Not found in secular authors.)

Greek Monotonic

κατακληροδοτέω: (κλῆρος, δίδωμι), μέλ. -ήσω, διανέμω, μοιράζω με κλήρο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κατακληροδοτέω: NT v. l. = κατακληρονομέω.